Η εξάρτηση των σύγχρονων κοινωνιών από την ηλεκτρική ενέργεια έχει γίνει απόλυτη. Πέρα από τις προφανείς λειτουργίες – φωτισμός, θέρμανση, ψύξη – σχεδόν κάθε πλευρά της οικονομίας και της κοινωνικής ζωής βασίζεται σήμερα στην αδιάλειπτη ηλεκτροδότηση.
Η κυκλοφορία στους δρόμους, οι δημόσιες συγκοινωνίες, η λειτουργία των τραπεζών και των δημόσιων υπηρεσιών, η εκπαίδευση, ακόμη και η υγεία, βρίσκονται σε μια συνεχή εξάρτηση από ένα δίκτυο που καλείται να διαχειριστεί πιέσεις όλο και μεγαλύτερες. Η γενικευμένη μετάβαση προς ηλεκτρικά οχήματα, «έξυπνα» σπίτια, συστήματα τεχνητής νοημοσύνης και αυτοματοποιημένη παραγωγή ενισχύουν καθημερινά την εξάρτηση από το ρεύμα. Πρόκειται για μια ιστορική αλλαγή από την εποχή όπου η ενέργεια ήταν απλώς λειτουργική, περνάμε σε μια φάση όπου είναι απολύτως κρίσιμη για την ίδια την ύπαρξη του κοινωνικού ιστού.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η αύξηση της ζήτησης, αλλά και η μεταβολή της φύσης της προσφοράς. Η παγκόσμια στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αναγκαία και επιθυμητή από περιβαλλοντική άποψη, συνοδεύεται από μια θεμελιώδη πρόκληση, καθώς η ηλιακή και η αιολική ενέργεια είναι μεταβλητές και μη ελεγχόμενες πηγές. Δεν παράγουν σύμφωνα με τις ανάγκες, αλλά με βάση τις καιρικές συνθήκες. Αυτή η ενδογενής αβεβαιότητα καθιστά το έργο των διαχειριστών των δικτύων όλο και πιο δύσκολο.
Εάν δεν υπάρχει ικανός μηχανισμός αποθήκευσης ή εξισορρόπησης, μια απλή απόκλιση στη ζήτηση ή την παραγωγή μπορεί να αποσταθεροποιήσει το σύστημα. Και όταν αυτό συμβαίνει, το αποτέλεσμα είναι ένα φαινόμενο ντόμινο, όπως αυτό που παρατηρήθηκε στην Ισπανία.
Η τεχνική προειδοποίηση υπήρχε. Στελέχη του ισπανικού φορέα διαχείρισης είχαν εκφράσει, μήνες πριν, ανησυχίες για τη γρήγορη διείσδυση των ΑΠΕ χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση του δικτύου. Η επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης, αν και θεμιτή, προχώρησε πιο γρήγορα από την τεχνική προσαρμογή των υποδομών. Και το κόστος αυτής της δυσαρμονίας δεν είναι μόνο τεχνικό ή οικονομικό, είναι κοινωνικό και πολιτικό.
Το blackout δεν έγινε μόνο αφορμή για τεχνικό διάλογο. Άνοιξε τη συζήτηση για το πώς πρέπει να σχεδιάζεται η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, ποιος φέρει την ευθύνη για τις αποφάσεις, και κυρίως, ποια είναι η ισορροπία ανάμεσα σε φιλοδοξία και ρεαλισμό.
Οι αντιδράσεις ήταν έντονες. Από τη μία, αναδύθηκαν φωνές που είδαν το συμβάν ως απόδειξη ότι οι ανανεώσιμες πηγές είναι αναξιόπιστες και δεν μπορούν να υποστηρίξουν ένα ολόκληρο ενεργειακό σύστημα. Από την άλλη, υπήρξε αντίδραση από όσους υποστηρίζουν τη ριζική απολιγνιτοποίηση και τονίζουν ότι η λύση δεν είναι η επιστροφή σε ορυκτά καύσιμα, αλλά η ενίσχυση της αποκεντρωμένης παραγωγής μέσω καθαρών τεχνολογιών και τοπικών λύσεων.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, δεν χωρά σε απόλυτες θέσεις. Οι ΑΠΕ δεν είναι εχθρός, αλλά μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητος σύμμαχος. Όμως δεν αρκούν από μόνες τους. Το σύστημα που τις φιλοξενεί πρέπει να είναι έτοιμο να διαχειριστεί τη μεταβλητότητά τους.
Παγκοσμίως, οι πιο σταθερές ενεργειακά περιοχές είναι εκείνες που υιοθετούν πολυδιάστατες στρατηγικές. Το Τέξας, παρά την ακραία φιλελευθεροποίηση του ενεργειακού του τοπίου, συνδυάζει ταχύτατη επέκταση των ΑΠΕ με διατήρηση ισχυρού υποβάθρου θερμικής παραγωγής.
Η Κίνα, παρά τις δεσμεύσεις της για καθαρές μορφές ενέργειας, συνεχίζει να στηρίζεται σε ανθρακικές και πυρηνικές μονάδες για να εξασφαλίσει την ενεργειακή ασφάλεια. Αυτό το «όλα τα μέσα» ενεργειακό μοντέλο παρέχει σταθερότητα, ενώ επιτρέπει ταυτόχρονα τη μείωση εκπομπών. Και αυτό ίσως να είναι το πραγματικό δίδαγμα, ότι η μετάβαση δεν μπορεί να γίνει με μονομέρεια.
Στην Ευρώπη, η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. Η πυρηνική ενέργεια, παρά το παράδειγμα της Γαλλίας, έχει δεχθεί πολιτική απόρριψη από πολλές χώρες. Η χρήση φυσικού αερίου παραμένει αμφιλεγόμενη λόγω του στόχου για απανθρακοποίηση, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί βασικό μηχανισμό εξισορρόπησης.
Η αποθήκευση ενέργειας βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, τόσο τεχνικά όσο και επενδυτικά. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αναμενόμενο οι διαχειριστές να στραφούν προς τη λύση που προσφέρει την ταχύτερη ανταπόκριση και τη μικρότερη τεχνική αβεβαιότητα, δηλαδή το φυσικό αέριο. Επιπλέον, οι γεωπολιτικές πιέσεις, με τις ΗΠΑ να επιδιώκουν ευνοϊκούς όρους εξαγωγής LNG προς την Ευρώπη, προσδίδουν στο αέριο στρατηγική διάσταση.
Το ισπανικό μπλακάουτ δεν είναι απλώς ένα τεχνικό γεγονός. Είναι ένα πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό καμπανάκι. Ανέδειξε με τρόπο εμφατικό τις αδυναμίες του υφιστάμενου συστήματος, την ανάγκη για πιο ρεαλιστικό σχεδιασμό ενεργειακής πολιτικής και τη σημασία της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ασφάλεια του ενεργειακού μέλλοντος.
Οι τεχνολογικές λύσεις υπάρχουν. Το ζητούμενο είναι η ωριμότητα με την οποία εφαρμόζονται, η ειλικρίνεια με την οποία παρουσιάζονται στο κοινό και η διάθεση των θεσμών να ενσωματώσουν πολυπλοκότητα στην πολιτική σκέψη. Γιατί τελικά, το φως στο διακόπτη δεν είναι απλά θέμα τεχνολογίας. Είναι θέμα εμπιστοσύνης, προνοητικότητας και υπεύθυνης ηγεσίας.