Η αβεβαιότητα που έχει δημιουργηθεί οδηγεί πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στην επίσπευση των εξαγωγών τους προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να προλάβουν την εφαρμογή των μέτρων. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία προσωρινών, αλλά έντονων κυμάτων φορτίων που ασκούν επιπλέον πίεση στα ήδη επιβαρυμένα λιμάνια.
Παράλληλα, η συνεχιζόμενη εμπορική διένεξη μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και η επαναδιαπραγμάτευση των δασμολογικών πολιτικών σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν οδηγήσει σε διαταραχή των καθιερωμένων εμπορικών ροών. Οι ναυτιλιακές εταιρείες καλούνται να επανασχεδιάσουν τα δρομολόγιά τους μέσα σε ένα ασταθές περιβάλλον, με συνέπεια την απορρύθμιση του προγραμματισμού και την ανακατανομή της παγκόσμιας χωρητικότητας των εμπορευματοκιβωτίων. Συμμαχίες πλοιοκτητών όπως η Ocean Alliance (στην οποία συμμετέχει και η COSCO) αναζητούν πιο ασφαλείς και αποδοτικές διαδρομές, αποφεύγοντας περιοχές με υψηλό πολιτικό ή οικονομικό ρίσκο.
Αυτό το σύνθετο γεωπολιτικό σκηνικό εντείνει τις ήδη υφιστάμενες πιέσεις που αντιμετωπίζουν τα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια και ιδίως εκείνα της Βόρειας Ευρώπης. Λιμάνια όπως του Bremerhaven, του Αμβούργου, της Αμβέρσας, του Ρότερνταμ και του Felixstowe δέχονται αυξανόμενα φορτία, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζουν σοβαρές λειτουργικές προκλήσεις. Σύμφωνα με στοιχεία της ναυτιλιακής συμβουλευτικής Drewry, το διάστημα από τα τέλη Μαρτίου έως τα μέσα Μαΐου 2025, οι καθυστερήσεις στα λιμάνια αυξήθηκαν κατά 77% στο Bremerhaven, 49% στο Αμβούργο και 37% στην Αμβέρσα. Οι καθυστερήσεις αυτές δεν οφείλονται αποκλειστικά στον αυξημένο όγκο εμπορευμάτων, αλλά και σε εσωτερικά προβλήματα διαχείρισης και υποδομής.
Ένας βασικός παράγοντας αυτών των προβλημάτων είναι η έλλειψη επαρκούς και κατάλληλα εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού. Οι επιπτώσεις της πανδημίας, οι κοινωνικές πιέσεις στις αγορές εργασίας και οι αυξανόμενες δυσκολίες ενσωμάτωσης μεταναστών έχουν περιορίσει τη διαθεσιμότητα τόσο εξειδικευμένων (όπως χειριστές γερανών) όσο και ανειδίκευτων εργατών (όπως φορτωτές, οδηγοί και τεχνικοί). Αυτή η έλλειψη προσωπικού οδηγεί σε μειωμένη επιχειρησιακή ικανότητα και μειώνει την ανταπόκριση των λιμανιών σε περιόδους αιχμής.
Παράλληλα, η χαμηλή στάθμη του ποταμού Ρήνου – ενός από τους σημαντικότερους πλωτούς διαύλους της Ευρώπης – έχει περιορίσει δραματικά τη δυνατότητα μεταφοράς φορτίων από και προς το εσωτερικό, αυξάνοντας την εξάρτηση από τις χερσαίες μεταφορές και δημιουργώντας επιπλέον συμφόρηση στα λιμάνια. Σε αυτό προστίθεται και η μεταβατική περίοδος που διανύουν τα ευρωπαϊκά συστήματα μεταφορών, λόγω της πίεσης για “πράσινες” επιλογές, όπως η στροφή προς τρένα και ποτάμιες διαδρομές. Ωστόσο, οι εναλλακτικές αυτές λύσεις δεν υποστηρίζονται ακόμη από τις απαραίτητες υποδομές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν στη μαζική μεταφορά φορτίων.
Μέσα σε αυτό το δυσμενές και μεταβαλλόμενο περιβάλλον, το λιμάνι του Πειραιά αναδεικνύεται σε στρατηγικό κόμβο για τη διαμετακόμιση εμπορευμάτων από την Ασία προς την Ευρώπη. Χάρη στη γεωγραφική του θέση και στον κομβικό του ρόλο στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative) της Κίνας, ο Πειραιάς έχει εξελιχθεί σε βασική πύλη εισόδου για τα κινεζικά προϊόντα στην ευρωπαϊκή αγορά. Η παρουσία της COSCO, η οποία διαχειρίζεται βασικούς προβλήτες του λιμανιού μέσω της PCT, έχει ενισχύσει σημαντικά τη δυναμικότητα και την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών του.
Το πρώτο τρίμηνο του 2025, η διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων στους προβλήτες της COSCO αυξήθηκε κατά 9,4%, φθάνοντας τα 1.019.200 TEUs, ενώ η συνολική διακίνηση στο λιμάνι έφτασε τα 1.220.000 TEUs. Αυτή η αύξηση αντιστρέφει την πτώση του 2024, όταν η κίνηση είχε μειωθεί κατά 5,8% λόγω της κρίσης στη Διώρυγα του Σουέζ. Η μετατόπιση φορτίων προς τον Πειραιά ενισχύεται και από την κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα, η οποία έχει αναγκάσει τις ναυτιλιακές να αναζητήσουν πιο σταθερές και ασφαλείς διαδρομές.
Ο Πειραιάς δεν λειτουργεί απλώς ως κόμβος εκφόρτωσης, αλλά και ως βασικό σημείο αναδιανομής εμπορευμάτων προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, χάρη στις σιδηροδρομικές και οδικές συνδέσεις του. Με τον τρόπο αυτό, καλύπτει κενά που αφήνουν τα υπερκορεσμένα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης, προσφέροντας μια αξιόπιστη εναλλακτική στο ευρωπαϊκό δίκτυο εφοδιαστικής.
Η ευελιξία του Πειραιά, η αυξανόμενη επιχειρησιακή του ετοιμότητα και η στρατηγική του θέση τον καθιστούν βασικό παίχτη στον ανασχεδιασμό του παγκόσμιου εμπορικού χάρτη.