Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει δρομολογήσει σημαντικές θεσμικές και τεχνολογικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και τον περιορισμό της παραοικονομίας, μιας διαχρονικής «πληγής» για τα δημόσια οικονομικά και την ισότητα στην αγορά.
Στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας βρέθηκαν εργαλεία ψηφιακού μετασχηματισμού, τα οποία άλλαξαν τον τρόπο παρακολούθησης και ελέγχου της οικονομικής δραστηριότητας.
Αν θέλουμε να ορίσουμε την έννοια παραοικονομία, μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων που, ενώ παράγουν εισόδημα ή αξία, δεν δηλώνονται στις φορολογικές αρχές και δεν καταγράφονται στους επίσημους λογαριασμούς της οικονομίας. Σε αυτήν περιλαμβάνονται οι συναλλαγές χωρίς αποδείξεις, η αδήλωτη εργασία, το παράνομο εμπόριο, ακόμη και η φοροδιαφυγή από κατά τα άλλα νόμιμες επιχειρήσεις.
Μέσα από τέτοιες πρακτικές, συσσωρεύονται σημαντικά χρηματικά ποσά, τα οποία παραμένουν εκτός φορολογικής βάσης, στερώντας πόρους από το κράτος και υπονομεύοντας τον θεμιτό ανταγωνισμό. Λίγο ή πολύ όλοι μας έχουμε συνδράμει σε αυτό, από την στιγμή που δεν ήταν λίγες οι φορές που στην προσπάθεια να αποκτήσουμε ένα προϊόν σε χαμηλότερη τιμή, δεχθήκαμε να μην λάβουμε απόδειξη ή αν το κάναμε, να ήταν μικρότερης αξίας από αυτή που καταβάλαμε.
Μεταξύ των πιο καθοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης ήταν η εισαγωγή των ηλεκτρονικών βιβλίων (myDATA), τα οποία καθιστούν υποχρεωτική την καταγραφή όλων των συναλλαγών ψηφιακά και επιτρέπουν την άμεση διασταύρωση των εσόδων και των εξόδων κάθε επιχείρησης. Παράλληλα, συνδέθηκαν οι ταμειακές μηχανές με την ΑΑΔΕ, ώστε οι πωλήσεις να καταγράφονται αυτόματα, ενώ η χρήση POS επεκτάθηκε σε όλο και περισσότερους κλάδους, περιορίζοντας τις συναλλαγές με μετρητά που συχνά χρησιμοποιούνται για αδήλωτες πληρωμές. Ενισχύθηκαν, επίσης, οι φορολογικοί έλεγχοι, ιδιαίτερα σε τομείς με ιστορικά υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής, όπως η εστίαση και το λιανεμπόριο.
Σε αυτή την κατεύθυνση βοήθησε και το γεγονός ότι σημαντικό μέρος των φορολογούμενων πρέπει να «χτίσουν το αφορολόγητό» τους για να εξασφαλίσουν τις ανάλογες φορολογικές απαλλαγές, με αποτέλεσμα να γίνεται μεγαλύτερη χρήση του πλαστικού χρήματος.
Αποκαλυπτικό στοιχείο της προόδου είναι η μείωση του λεγόμενου «κενού ΦΠΑ», δηλαδή της διαφοράς μεταξύ των αναμενόμενων και των πραγματικών εσόδων από τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας. Το κενό αυτό αποτελεί βασικό δείκτη της φορολογικής συμμόρφωσης και αντικατοπτρίζει το μέγεθος της οικονομικής δραστηριότητας που διαφεύγει από τη φορολόγηση. Προκύπτει από φοροδιαφυγή, αφερεγγυότητα, τεχνικά λάθη ή καθυστερήσεις στην απόδοση του ΦΠΑ. Το 2020 το ποσοστό αυτό στην Ελλάδα άγγιζε το 19,7%, ενώ το 2022 υποχώρησε στο 13,7%. Το 2024, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, το κενό ΦΠΑ μειώθηκε σε μονοψήφιο ποσοστό, φτάνοντας κοντά στο 9%, αγγίζοντας σχεδόν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που διαμορφώνεται γύρω στο 7%. Αυτή η εξέλιξη είναι ενδεικτική της επιτυχίας των ψηφιακών μεταρρυθμίσεων, καθώς περισσότεροι επαγγελματίες συμμορφώνονται με τις φορολογικές υποχρεώσεις τους και ολοένα μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών καταγράφεται.
Η μείωση του κενού ΦΠΑ οδηγεί σε σημαντική αύξηση των πραγματικών φορολογικών εσόδων, χωρίς την ανάγκη επιβολής νέων φόρων, και ταυτόχρονα περιορίζει τη φορολογική αδικία εις βάρος των συνεπών φορολογουμένων. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η παραοικονομία στην Ελλάδα περιορίστηκε εντυπωσιακά, από το 30% του ΑΕΠ το 2013 σε κάτω από 15% το 2022. Αυτή η μεταβολή σημαίνει ότι πάνω από 20 δισεκατομμύρια ευρώ, που προηγουμένως παρέμεναν αδήλωτα, έχουν πλέον ενταχθεί στον επίσημο οικονομικό κύκλο και υπόκεινται σε φορολόγηση. Στα χρόνια της κρίσης, το ύψος της παραοικονομίας είχε εκτοξευθεί στα 54 δισ. ευρώ, ενώ πλέον έχει μειωθεί στα 31 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου στο ένα έκτο του ΑΕΠ.
Σε αυτό το νέο τοπίο, η τεχνητή νοημοσύνη αναμένεται να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην προσπάθεια εδραίωσης της διαφάνειας και της φορολογικής συμμόρφωσης. Μέσω της δυνατότητας ανάλυσης τεράστιων όγκων δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, η AI μπορεί να εντοπίζει ύποπτες οικονομικές δραστηριότητες και να αναγνωρίζει πρότυπα φοροδιαφυγής που είναι αδύνατο να ανιχνευθούν χειροκίνητα.
Οι αλγόριθμοι μηχανικής μάθησης μπορούν να εντοπίζουν επιχειρήσεις με ασυνήθιστη φορολογική συμπεριφορά, να προβλέπουν κινδύνους και να ειδοποιούν τις αρχές για έγκαιρη παρέμβαση.
Η αυτοματοποίηση της επιλογής ελέγχων και η προτεραιότητα στις πιο κρίσιμες περιπτώσεις, καθιστούν τους φορολογικούς ελέγχους πιο στοχευμένους και αποτελεσματικούς. Επιπλέον, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να συμβάλει στην πρόληψη, προβλέποντας τις τάσεις φοροδιαφυγής προτού αυτές εδραιωθούν, ενώ παράλληλα διευκολύνει τη συμμόρφωση για τις συνεπείς επιχειρήσεις μέσω αυτοματοποιημένων προτάσεων και ελέγχων.
Η σταθερή μείωση της παραοικονομίας αποδίδεται όχι μόνο στην τεχνολογική πρόοδο αλλά και στη μετατόπιση της κουλτούρας συμμόρφωσης. Το Υπουργείο Οικονομικών και η ΑΑΔΕ σχεδιάζουν την πλήρη αυτοματοποίηση επιστροφών ΦΠΑ, άμεσες διασταυρώσεις τιμολογίων σε πραγματικό χρόνο και αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης για πιο έξυπνους και προληπτικούς ελέγχους. Ο στόχος είναι η μετάβαση σε μια οικονομία όπου η φοροδιαφυγή θα αποτελεί εξαίρεση και όχι κανόνα, και η συμμόρφωση θα επιβραβεύεται.