Με ποσοστό επενδύσεων 15,3% του ΑΕΠ της το 2024, η Ελλάδα απέχει 6 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο της Ε.Ε., παραμένοντας ουραγός, παρά την αύξηση των τελευταίων ετών και παρά τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, το ποσοστό είναι «ανησυχητικά χαμηλό», σύμφωνα με την έκθεση για την Ελλάδα που παρουσιάσθηκε στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου την περασμένη Τετάρτη, και ειδικά αν απομονωθούν οι επιχειρηματικές επενδύσεις κατεβαίνει στο 7,7% του ΑΕΠ, σύμφωνα με στοιχεία του 2023, πάντα το χαμηλότερο στην Ε.Ε. Αντιθέτως, οι δημόσιες επενδύσεις, χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης, φτάνουν το 3,9% του ΑΕΠ, πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., 3,6%. Επιπλέον, οι επενδύσεις συγκεντρώνονται στην αντικατάσταση κεφαλαίου (56% των επιχειρήσεων) και όχι στην επέκταση (22%, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων).
Τα στοιχεία για το ΑΕΠ του α΄ τριμήνου, της περασμένης Παρασκευής, ενίσχυσαν τις ανησυχίες, καθώς έδειξαν πτώση των επενδύσεων σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2024 κατά 3,2%, και μάλιστα εν μέσω πλήρους ανάπτυξης των επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, γεννώντας ερωτήματα για την πρόβλεψη του προϋπολογισμού περί αύξησης επενδύσεων φέτος κατά 8,4%. Αλλωστε και οι προβλέψεις των προηγούμενων ετών διαψεύσθηκαν στην πράξη προς το χειρότερο.
Χωρίς υψηλούς ρυθμούς αύξησης επενδύσεων προφανώς δεν μπορεί η χώρα να καλύψει το κενό της κρίσης στο επίπεδο ανάπτυξης και εισοδημάτων, γι’ αυτό και τα «καμπανάκια» είναι ηχηρά ενόψει της λήξης του Ταμείου Ανάκαμψης. Επιπλέον, έχει σημασία και το είδος των επενδύσεων. Χρειάζονται επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς, όχι μόνο σε τουρισμό και εστίαση, όπως επισημαίνει η έκθεση, ενώ σημαντικό εμπόδιο συνιστά και η κυριαρχία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η παραγωγικότητα της εργασίας σήμερα είναι η χαμηλότερη στην Ε.Ε., 56,2% του μέσου όρου.
Οι νόμοι αλλάζουν ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ε.Ε., και αυτό δημιουργεί αβεβαιότητα. Η περιβαλλοντική αδειοδότηση είναι ακόμη ημιτελής, σύμφωνα με το κείμενο, ενώ το θεσμικό πλαίσιο για τις αδειοδοτήσεις γενικά είναι βαρύ και έχει κενά. Η απονομή της δικαιοσύνης είναι αργή, απαιτούνται 771 ημέρες για διαφορές αστικού και εμπορικού χαρακτήρα σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, ενώ για δικηγόρους και μηχανικούς εξακολουθούν να υφίστανται εμπόδια εισόδου. Το φορολογικό πλαίσιο είναι σύνθετο και παρά τη μείωση της φοροδιαφυγής το κενό ΦΠΑ είναι 13,7%, έναντι 6% στην Ε.Ε.
Η ίδια η Κομισιόν στην έκθεσή της καταγράφει επιπλέον τα εξής εμπόδια:
1. Ελλείψεις εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων.
2. Ελλειψη πρόσβασης στη χρηματοδότηση, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Τα επιχειρηματικά κεφάλαια και η μη τραπεζική χρηματοδότηση σπανίζουν.
Ακόμη και στις δημόσιες επενδύσεις, η ελληνική πραγματικότητα θέτει μια σειρά εμποδίων, σύμφωνα με την Κομισιόν: η έλλειψη συντονισμού μεταξύ δημοσίων φορέων εμποδίζει τη γρήγορη απορρόφηση των κοινοτικών πόρων. Το 55% των διαγωνισμών έχει μόνο μία προσφορά, έναντι 32% στην Ε.Ε., και στο 85% το μοναδικό κριτήριο είναι η τιμή, όχι η ποιότητα.
Η εμπιστοσύνη στο θεσμικό πλαίσιο, περιλαμβανομένης της Δικαιοσύνης και της κυβέρνησης, είναι επίσης χαμηλή και αυτό, σύμφωνα με την Κομισιόν, επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Είναι εντυπωσιακό ότι 97% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα θεωρούν ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη, έναντι 64% στην Ε.Ε., ενώ 70% θεωρούν ότι αποτελεί πρόβλημα στην επιχειρηματική δράση, έναντι 36% στη Ε.Ε.