Η επιβολή δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες έρχεται να προστεθεί σε ένα ήδη δυσμενές περιβάλλον για τις ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις. Το πλήγμα ωστόσο δεν εντοπίζεται πρωτίστως στην αμερικανική αγορά – η οποία το 2024 αποτέλεσε τον πέμπτο μεγαλύτερο προορισμό των ελληνικών προϊόντων με αξία εξαγωγών 2,41 δισ. ευρώ – αλλά στις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και δη στις δύο μεγαλύτερες: Ιταλία και Γερμανία.
Η Ευρώπη των «27» απορροφά πάνω από το 54% των ελληνικών εξαγωγών. Στις ισχυρές οικονομίες της Ευρωζώνης ωστόσο, παρατηρείται ανησυχητική κάμψη της ζήτησης, με την ύφεση να παραμένει απειλητικά παρούσα. Το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος μειωμένης κατανάλωσης και πτώσης των τιμών, που συμπαρασύρει την εγχώρια παραγωγή σε κρίσιμους κλάδους.
Πίεση σε όλη την αλυσίδα
Η ανησυχία που επικρατεί στους κόλπους των εξαγωγικών επιχειρήσεων είναι διάχυτη, και εστιάζει πρωτίστως στο ενδεχόμενο να διογκωθούν οι παρενέργειες στις ευρωπαϊκές αγορές, μέσω της αυξημένης πίεσης στις τιμές. Αν για παράδειγμα οι ευρωπαίοι εξαγωγείς περιορίσουν τις αποστολές προϊόντων προς τις ΗΠΑ, η πλεονάζουσα προσφορά στην ενιαία αγορά θα οδηγήσει σε διολίσθηση τιμών.
Ο κλάδος των γαλακτοκομικών είναι ενδεικτικός. Όπως επισημαίνει επιχειρηματίας του χώρου, η πίεση στις τιμές δεν περιορίζεται μόνο στα τελικά προϊόντα, αλλά διαχέεται στην παραγωγική αλυσίδα, επηρεάζοντας τελικά και τις τιμές παραγωγού στο γάλα – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις ελληνικές κτηνοτροφικές μονάδες.
Το αποτύπωμα σε Ιταλία και Γερμανία
Η Ιταλία και η Γερμανία παραμένουν οι δύο βασικές αγορές για τα ελληνικά προϊόντα, με εξαγωγές ύψους 5,2 δισ. ευρώ και 3,5 δισ. ευρώ αντίστοιχα για το 2024. Η Ιταλία κατέγραψε πτώση 11,3%, η οποία αποδίδεται κυρίως στη μείωση των τιμών του ελαιολάδου. Στον αντίποδα, η Γερμανία παρουσίασε μικρή αύξηση της τάξεως του 2,8%, ωστόσο η συγκρατημένη κατανάλωση δημιουργεί προοπτικές επιβράδυνσης εντός του 2025.
Το 2024 καταγράφηκαν σημαντικές απώλειες και σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές: Ισπανία -24,8%, Βουλγαρία -18,1%, Ολλανδία -12,6%, Τουρκία -16,5%, Ρουμανία -1,3%, Βόρεια Μακεδονία -3,3%. Στον αντίποδα, θετικές επιδόσεις καταγράφηκαν σε Πολωνία (+23,1%), Δανία (+25,2%), Ιρλανδία (+20,1%), Σλοβενία (+22,3%) και Πορτογαλία (+9,7%).
Ασθενές ξεκίνημα για το 2025
Η εικόνα δεν παρουσιάζει σημάδια βελτίωσης το 2025. Τον Ιανουάριο καταγράφηκε νέα μείωση στις εξαγωγές προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή, το ποσοστό εξαγωγών προς την Ε.Ε. ανήλθε στο 67,2%, σημειώνοντας πτώση 0,5% σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2024.
Αντίστοιχα, στο πρώτο δίμηνο του έτους, οι εξαγωγές προς την Ε.Ε. – εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών – μειώθηκαν κατά 0,1%. Οι ενδείξεις υποδηλώνουν μια γενικευμένη κόπωση στις εξαγωγές, που επιτείνεται από τις γεωπολιτικές πιέσεις, τον υψηλό πληθωρισμό, και φυσικά την αστάθεια της διεθνούς ζήτησης.
Ο εμπορικός πόλεμος και οι δευτερογενείς επιπτώσεις
Ο εν εξελίξει εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε. δεν αναμένεται να πλήξει άμεσα σε μεγάλο βαθμό τα ελληνικά προϊόντα, όμως οι δευτερογενείς επιπτώσεις ενδέχεται να είναι σοβαρότερες και πιο παρατεταμένες. Η εσωστρέφεια των μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομιών, η αδυναμία ανάκαμψης της ζήτησης και η επιβράδυνση των εξαγωγών δημιουργούν ένα εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Η κατάσταση απαιτεί στρατηγική επανατοποθέτηση σε νέες αγορές, ενίσχυση της εξωστρέφειας και διαρκή επαγρύπνηση σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας και τιμών. Σε ένα διεθνές σκηνικό αυξημένων αβεβαιοτήτων, η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα αποτελούν το κλειδί για τη διατήρηση της εξαγωγικής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας.