Οι οριστικές αποφάσεις για τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού θα ληφθούν για μια ακόμα χρονιά στο παρά 5΄, δηλαδή μερικές ημέρες πριν από τη ΔΕΘ, αφού θα έχουν προηγηθεί αλλεπάλληλες συσκέψεις του οικονομικού επιτελείου κι έχοντας στον τελικό φάκελο κάποιο μέτρο- έκπληξη.
Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν έχουν τεθεί τα περιγράμματα στο «πακέτο» και σύμφωνα με πληροφορίες αυτήν τη στιγμή υπάρχουν τρία «όχι»:
- Κατ’ αρχάς, ο πολυσυζητημένος δημοσιονομικός χώρος είναι «κλειδωμένος» στο 1,5 δισ ευρώ. Παρά τα σενάρια που διακινούνται για μέτρα 2 ή 3 δισ ευρώ λόγω της εντυπωσιακής εικόνας του Προϋπολογισμού, αρμόδιες πηγές τονίζουν ότι για το 2026 ο «χώρος» έχει διαμορφωθεί στο 1,5 δισ ευρώ μετά την ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες κι ότι το όποιο υπερπλεόνασμα θα κατευθυνθεί για την εξυπηρέτηση του Χρέους, όπως προβλέπουν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες. Για να αλλάξουν αυτά τα δεδομένα, θα πρέπει να υπάρξει μικρότερη αύξηση δαπανών από την προβλεπόμενη στο Μεσοπρόθεσμο ή επιπλέον έσοδα μόνιμου χαρακτήρα, κάτι που επί του παρόντος δεν διαφαίνεται. Για τον δημοσιονομικό χώρο του 2027, που είναι και εκλογική χρονιά, το τοπίο θα ξεκαθαρίσει τον Απρίλιο του 2026, με τον ετήσιο απολογισμό του Μεσοπρόθεσμου για το 2025
- Παρεμβάσεις στον ΕΝΦΙΑ δεν προβλέπονται, παρά τα όσα εξακολουθούν να λέγονται και να γράφονται. Ήδη, οι μειώσεις φόρου μετά το 2019 διαμορφώνονται κατά μέσο όρο στο 35%, ενώ αν συνυπολογίσει κανείς τις εκπτώσεις για την ασφάλιση κατοικιών έναντι φυσικών καταστροφών, ο δείκτης ανεβαίνει ως το 55%. Αλλαγές στον ΕΝΦΙΑ θα πρέπει να αναμένονται μετά το 2027, όταν γίνει η επόμενη αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, η οποία θα φέρει τα πάνω- κάτω σε φόρους και τέλη που επιβαρύνουν τα ακίνητα
- Στο συρτάρι μένει οριστικά η εισήγηση για τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, δηλαδή της αναπροσαρμογής των κλιμακίων με βάση τον πληθωρισμό. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι εξαρχής αυτή η εισήγηση είχε πολλούς αστερίσκους, λόγω του μάλλον χαμηλού οφέλους για τους φορολογούμενους, σε σχέση με το δημοσιονομικό κόστος μιας τέτοιας οριζόντιας παρέμβασης. Αντ’ αυτού προκρίνεται η εισαγωγή νέων συντελεστών, με στόχο την ελάφρυνση των μεσαίων εισοδημάτων. Βασικό σενάριο παραμένει η εισαγωγή ενδιάμεσου συντελεστή στα εισοδήματα από 10.000 ως 20.000 ευρώ, που σήμερα φορολογούνται με 22%. Αν για παράδειγμα αυτός ο συντελεστής οριστεί στο 15% για εισοδήματα ως 15.000 ευρώ, τότε ένας μισθωτός με ετήσιο εισόδημα 18.000 ευρώ θα έχει όφελος 350 ευρώ, ενώ δεν θα αποκόμιζε κανένα όφελος από μια τιμαριθμοποίηση της κλίμακας, εφόσον δεν κινείται στα όρια των κλιμακίων. Παρεμβάσεις πιθανώς να έχουμε και στη ζώνη εισοδημάτων μεταξύ 30.000- 40.000 ευρώ, όπου σήμερα ο συντελεστής εκτοξεύεται από το 28% στο 36% και αποθαρρύνει ιδιαιτέρως όσους σκέφτονται να απασχοληθούν σε δεύτερη δουλειά. Υπό εξέταση, χωρίς να είναι προτεραιότητα, είναι η εφαρμογή του ανώτατου συντελεστή 44% να μην ξεκινά από τις 40.000 ευρώ αλλά από υψηλότερα επίπεδα. Υπό εξέταση, επίσης, είναι η εισαγωγή νέου ανώτατου συντελεστή για πολύ υψηλά εισοδήματα.
Οι προτεραιότητες
Βασική προτεραιότητα, πέρα από τη γενική στρατηγική της ελάφρυνσης των μεσαίων εισοδημάτων, είναι η στήριξη των οικογενειών με παιδιά. Κι εδώ υπάρχουν δύο επιλογές, που μπορούν να λειτουργήσουν συνδυαστικά:
1) αύξηση αφορολογήτου για φορολογούμενους με εξαρτώμενα τέκνα και
2) αύξηση και τροποποίηση του επιδόματος τέκνων (οικογενειακό επίδομα).
Ξεκινώντας από το αφορολόγητο, η τελευταία αύξηση για οικογένειες με παιδιά έγινε το 2023, αλλά όπως προκύπτει και από την Έκθεση του ΟΟΣΑ για τις φορολογικές επιβαρύνσεις, η διαφορά μεταξύ φορολογούμενων χωρίς παιδιά και φορολογούμενων με παιδιά, είναι μικρή και σίγουρα δεν μπορεί να καλύψει τα αυξημένα κόστη. Σήμερα, ένας άγαμος έχει αφορολόγητο 8.633 ευρώ κι ένας φορολογούμενος με 1 παιδί μόλις 10.000 ευρώ. Πρόκειται για παρέμβαση με σημαντικό αλλά διαχειρίσιμο δημοσιονομικό κόστος, που υπολογίζεται σε περίπου 150 εκατ ευρώ για κάθε 1.000 ευρώ αύξησης του αφορολογήτου. Το κόστος θα ανέβει κατακόρυφα, αν αποφασιστεί αύξηση του αφορολογήτου και για τους φορολογούμενους χωρίς εξαρτώμενα τέκνα.
Όσον αφορά στο επίδομα παιδιών, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι αναμένεται διάταξη για την αναμόρφωση του, στο νομοσχέδιο για την Κοινωνική Αντιπαροχή, που βρίσκεται σε διαβούλευση ως τις 20 Αυγούστου και υπολογίζεται να κατατεθεί στη Βουλή τον Σεπτέμβριο. Από τις προ μηνών εξαγγελίες, που «πάγωσαν», προκύπτει ότι πάμε αφενός σε αύξηση του επιδόματος, αφετέρου σε αλλαγή των εισοδηματικών κριτηρίων.
Τα τελευταία στοιχεία του ΟΠΕΚΑ έδειξαν ότι οι δικαιούχοι περιορίστηκαν σε 488.735 από 532.830 πέρσι. Βασικός λόγος είναι ότι ενώ έχουν αυξηθεί οι μισθοί σε ονομαστικούς όρους, δεν έχουν αναπροσαρμοστεί τα εισοδηματικά κριτήρια, με αποτέλεσμα πολλές οικογένειες να χάνουν το επίδομα. Ήδη, σε θεσμικό- και όχι μόνο- επίπεδο, στο ίδιο νομοσχέδιο περιλαμβάνονται ευνοϊκές διατάξεις για τις τρίτεκνες οικογένειες.
Ειδικότερα:
- Τρίτεκνοι είναι οι γονείς τριών τέκνων από έναν ή περισσότερους γάμους ή νομιμοποιηθέντων ή νομίμως αναγνωρισθέντων ή υιοθετημένων, είτε αυτά είναι ανήλικα, οπότε οι γονείς έχουν τη γονική μέριμνα και επιμέλεια, είτε ενήλικα.
- Οι γονείς που αποκτούν την τριτεκνική ιδιότητα, τη διατηρούν ισοβίως και απολαμβάνουν ισοβίως τα δικαιώματα που απορρέουν από την τριτεκνική ιδιότητα, τα δε τέκνα προστατεύονται και απολαμβάνουν τα δικαιώματα των τέκνων τριτέκνων, με την επιφύλαξη ευνοϊκότερων διατάξεων, εφόσον είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 23ο έτος της ηλικίας τους ή σπουδάζουν σε αναγνωρισμένες σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής ή εκπληρώνουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις και δεν έχουν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους. Στα τέκνα αυτά συνυπολογίζονται και αυτά με οποιαδήποτε αναπηρία σε ποσοστό 67% και άνω ισοβίως, ανεξαρτήτως ηλικίας και οικογενειακής κατάστασης.
Ως προτεραιότητα χαρακτηρίζεται και το στεγαστικό, υπό την «ομπρέλα» του οποίου εξετάζονται σενάρια για την κλίμακα φορολογίας εισοδημάτων από ακίνητα. Η ισχύουσα κλίμακα στερείται προοδευτικότητας, άρα φέρνει επιβαρύνσεις και είναι ενδεικτικό ότι για εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ, ο συντελεστής εκτινάσσεται από το 15% στο 35%. Η λογική της παρέμβασης είναι ότι μειώνοντας το φόρο στους ιδιοκτήτες, δημιουργείται κίνητρο για «φρενάρισμα» των ενοικίων. Με αυτό το δεδομένο, όμως, το οικονομικό επιτελείο αναζητά «κόφτες», έτσι ώστε το όφελος να μην είναι οριζόντιο, αλλά μόνο για όσους εκμισθώνουν κατοικίες με μακροχρόνιες μισθώσεις.