Για μια μεγάλη μερίδα Ελλήνων πολιτών, η καθημερινότητα παραμένει οικονομικά ασφυκτική, και η αίσθηση ασφάλειας μοιάζει όλο και πιο μακρινή.
Η νέα αβεβαιότητα παρά την πρόοδο
Παρά την πολύ σημαντική μείωση της ανεργίας, ακόμα και σε μονοψήφιο ποσοστό, την άνοδο του ΑΕΠ και τη γενικότερη δημοσιονομική σταθερότητα, σχεδόν οι μισοί Έλληνες δηλώνουν ότι νιώθουν πολύ ή αρκετά ανασφαλείς για το οικονομικό τους μέλλον.
Μάλιστα, το ποσοστό αυτό δεν αφορά μόνο τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις.
Η αβεβαιότητα έχει περάσει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, κυρίως λόγω της συνεχούς αύξησης του κόστους ζωής, της ακρίβειας και της αίσθησης ότι τα εισοδήματα δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες, πόσο μάλλον για αποταμίευση.
Το βάρος του πληθωρισμού
Την ίδια ώρα πληθωρισμός στη χώρα παραμένει σταθερά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Οι τιμές των υπηρεσιών και των βασικών προϊόντων συνεχίζουν να αυξάνονται με ρυθμό που διαβρώνει το διαθέσιμο εισόδημα.
Η Κομισιόν προβλέπει ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα θα διαμορφωθεί στο 2,8% για το 2025 και στο 2,3% για το 2026, ενώ ο δομικός πληθωρισμός – δηλαδή χωρίς τρόφιμα και ενέργεια – θα ξεπεράσει το 3%.
Αυτά τα νούμερα, αν και φαίνονται «ελεγχόμενα», στην πράξη έχουν μεγάλη επίδραση στο καλάθι του μέσου νοικοκυριού, το οποίο αναγκάζεται να ξοδεύει όλο και περισσότερα για τα βασικά.
Η αρνητική εξαίρεση στην αποταμίευση
Η πιο αποκαλυπτική ένδειξη της οικονομικής πίεσης είναι ίσως το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ε.Ε. με αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης νοικοκυριών.
Για το 2025 και το 2026, η αποταμίευση προβλέπεται στο -2,5% και -1,8% αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει ότι τα ελληνικά νοικοκυριά ξοδεύουν περισσότερα απ’ όσα βγάζουν. Και αυτό δεν είναι προσωρινό φαινόμενο. Αποτελεί δομικό πρόβλημα δεκαετιών, με μοναδική εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας, όταν η κατανάλωση περιορίστηκε αναγκαστικά.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το τελευταίο τρίμηνο του 2024 το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε μόλις κατά 1,4%, ενώ η καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 4,4%.
Το αποτέλεσμα ήταν το εισόδημα (39,1 δισ. ευρώ) να υπολείπεται της δαπάνης (40,7 δισ. ευρώ), οδηγώντας σε καθαρή μείωση καταθέσεων. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι μόνο στο πρώτο τρίμηνο του 2025, τα νοικοκυριά έχασαν 1,56 δισ. ευρώ σε καταθέσεις.
Ο φαύλος κύκλος κατανάλωσης και χρέους
Όταν η κατανάλωση υπερβαίνει το εισόδημα και η αποταμίευση είναι αρνητική, δημιουργείται μια αλυσίδα εξαρτήσεων.
Η έλλειψη αποταμιεύσεων περιορίζει τη δυνατότητα χρηματοδότησης επενδύσεων με εγχώριους πόρους. Η οικονομία στρέφεται αναγκαστικά σε εξωτερικό δανεισμό, αυξάνοντας την έκθεση σε διεθνείς κινδύνους και ενισχύοντας την οικονομική αστάθεια.
Παράλληλα, ένα 7% των νοικοκυριών δηλώνει ότι βρίσκεται ήδη σε κατάσταση χρέους, ενώ μόνο το 19% καταφέρνει να αποταμιεύει, έστω και λίγο.
Οι περισσότεροι απλώς «τα φέρνουν βόλτα», και ένα στα δέκα νοικοκυριά αναγκάζεται να χρησιμοποιεί τις αποταμιεύσεις του για την κάλυψη βασικών αναγκών.
Έλλειμμα στο ισοζύγιο και χαμένη ανταγωνιστικότητα
Ένα ακόμη σοβαρό δομικό ζήτημα είναι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η Ελλάδα αναμένεται να παρουσιάσει το μεγαλύτερο έλλειμμα στην Ε.Ε., φτάνοντας το 8,2% του ΑΕΠ το 2025.
Το ΔΝΤ προβλέπει ότι ακόμα και το 2026 το έλλειμμα θα παραμείνει υψηλό (5,9%) και μόνο σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα θα πλησιάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η κατάσταση αυτή σχετίζεται με την υστέρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Η αυξημένη εξάρτηση από εισαγωγές και η δυσκολία αύξησης των εξαγωγών καθιστούν τη χώρα πιο ευάλωτη σε εξωτερικές αναταράξεις.
Το εισόδημα αυξάνεται, αλλά φτάνει;
Η αύξηση του κατώτατου μισθού και των μισθών γενικότερα δημιούργησε την προσδοκία ότι οι πολίτες θα ανακουφιστούν.
Ωστόσο, η πραγματικότητα δείχνει ότι το πρόσθετο εισόδημα απορροφάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την ακρίβεια. Αντί να οδηγεί σε αύξηση αποταμίευσης ή επενδύσεων, καταναλώνεται για την κάλυψη βασικών αναγκών.
Το 83% των νοικοκυριών δηλώνει ότι δεν είναι πιθανό να αποταμιεύσει το επόμενο 12μηνο. Η οικονομική πίεση είναι τέτοια, που η πρόνοια για το μέλλον περνά σε δεύτερη μοίρα έναντι της επιβίωσης στο παρόν.
Περιφερειακές ανισότητες και κοινωνικές επιπτώσεις
Η αβεβαιότητα δεν κατανέμεται ισότιμα στον πληθυσμό, κάτι που είναι και αναμενόμενο για μια σειρά από λόγους.
Για παράδειγμα, περιοχές όπως η Βόρεια Ελλάδα παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά ανασφάλειας, κάτι που αποδίδεται τόσο στα χαμηλότερα εισοδήματα όσο και στις περιορισμένες επενδυτικές και επαγγελματικές ευκαιρίες.
Οι κοινωνικές συνέπειες αυτής της κατάστασης είναι πολλαπλές: μειωμένη εμπιστοσύνη στην οικονομία, συγκρατημένη κατανάλωση, χαμηλή συμμετοχή σε επενδύσεις και αυξημένη εξάρτηση από κρατική στήριξη.
Η πρόοδος υπάρχει αλλά δεν ανακουφίζει
Είναι αλήθεια ότι η ελληνική οικονομία έχει καταγράψει πρόοδο. Τα spreads έχουν μειωθεί, οι διεθνείς αξιολογήσεις βελτιώνονται και οι δείκτες δείχνουν ανάπτυξη.
Όμως, όταν η ανάπτυξη δεν συνοδεύεται από αίσθημα οικονομικής ασφάλειας για την κοινωνική πλειοψηφία, παραμένει «στα χαρτιά».
Η πραγματική ανάκαμψη μετριέται με το αν οι άνθρωποι νιώθουν ότι μπορούν να σχεδιάσουν, να αποταμιεύσουν, να επενδύσουν.
Φυσικά, αν οι δείκτες συνεχίζουν να είναι θετικοί, αργά ή γρήγορα αυτό θα περάσει και στην κοινωνία, όσο όμως αυτή η διαδικασία αργεί, τόσο τα προβλήματα αυξάνονται.
Η ανάγκη για μια νέα προσέγγιση
Η οικονομική πολιτική δεν μπορεί να αγνοεί την καθημερινότητα. Οι αριθμοί έχουν σημασία, αλλά ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει το πώς μεταφράζονται στην πραγματική ζωή.
Η πολιτεία καλείται να αναλάβει δράση
Η πολιτεία καλείται να δώσει λύσεις που ενισχύουν την οικονομική ανθεκτικότητα των νοικοκυριών. Ενίσχυση των εισοδημάτων με τρόπο διατηρήσιμο, αντιμετώπιση της ακρίβειας στη ρίζα της, φορολογική ελάφρυνση, αλλά και προώθηση της χρηματοοικονομικής παιδείας.
Χωρίς αυτά, η ανάκαμψη που όντως υπάρχει δε θα μπορεί να προσφέρει και την απαιτούμενη σιγουριά.
Μια σιγουριά που όσο δεν την αισθάνονται οι πολίτες για το μέλλον τους, κανένας πίνακας στατιστικής δεν θα είναι αρκετός για να αλλάξει το κλίμα προς το καλύτερο.