Το ΓΕΜΗ αποτελεί πλέον το θεμελιώδες εργαλείο διαφάνειας και παρακολούθησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα μας. Η νέα νομοθετική διάταξη που δημιουργεί την υποχρέωση των επιχειρήσεων να τακτοποιήσουν τις εκκρεμότητές τους μέχρι το τέλος του 2025 κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ωστόσο, η εφαρμογή του μέτρου με τον τρόπο που σχεδιάζεται δημιουργεί σοβαρά ζητήματα. Το δίλημμα δεν είναι αν πρέπει να μπει τάξη, αλλά αν αυτή η τάξη θα επιβληθεί με λογική συμμόρφωσης ή με απειλή προστίμων και αποκλεισμών.
Τι προβλέπεται σήμερα
Σύμφωνα με τις πρόσφατες οδηγίες των επιμελητηρίων, οι επιχειρήσεις που δεν έχουν υποβάλει ισολογισμούς, τροποποιήσεις καταστατικών ή λοιπές υποχρεώσεις τους στο ΓΕΜΗ, οφείλουν να συμμορφωθούν μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2025. Σε διαφορετική περίπτωση, προβλέπονται χρηματικά πρόστιμα, ακόμη και αυτεπάγγελτες διαγραφές από το μητρώο. Ο στόχος είναι η εξυγίανση του αρχείου, η αποτύπωση της πραγματικής εικόνας των ενεργών επιχειρήσεων και η ενίσχυση της αξιοπιστίας των στοιχείων που είναι διαθέσιμα σε φορείς, επενδυτές και το κοινό.
Γιατί είναι σωστή η κατεύθυνση
Η συστηματική ενημέρωση του ΓΕΜΗ αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη λειτουργία μιας σύγχρονης και ψηφιακής διοίκησης. Η αξιοπιστία των δεδομένων ενισχύει την πιστοληπτική εικόνα των επιχειρήσεων, διευκολύνει τους ελέγχους και αποτρέπει την καταστρατήγηση του πλαισίου. Ενισχύεται η διαφάνεια, διευκολύνεται η παροχή δημόσιας πληροφόρησης και στηρίζονται θεσμοί όπως οι τράπεζες, οι επενδυτές, τα δικαστήρια και οι υπηρεσίες της φορολογικής διοίκησης. Είναι σαφές ότι η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει με εταιρείες που δεν έχουν καμία δραστηριότητα αλλά παραμένουν καταχωρημένες επί σειρά ετών.
Αντιδράσεις και πραγματικά προβλήματα
Παρά τη χρησιμότητα του μέτρου, πολλές επιχειρήσεις –ιδίως μικρές και αδρανείς– εκφράζουν την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που έχουν συσσωρευθεί. Η διαδικασία τακτοποίησης απαιτεί κόστος (λογιστές, δημοσιεύσεις, τροποποιήσεις), καθώς και συντονισμό με την εφορία. Επιπλέον, ορισμένες επιχειρήσεις βρίσκονται εγκλωβισμένες: στην ουσία έχουν σταματήσει τη λειτουργία τους, αλλά επειδή δεν μπορούν να κλείσουν φορολογικά λόγω εκκρεμοτήτων προς το Δημόσιο, παραμένουν «ενεργές» και επιβαρύνονται συνεχώς με νέες διοικητικές υποχρεώσεις και πρόστιμα. Αυτό δημιουργεί μια παραπλανητική εικόνα για τον αριθμό των επιχειρήσεων που υπάρχουν στην Ελλάδα, επηρεάζει στατιστικά δεδομένα και δυσχεραίνει την ορθολογική χάραξη πολιτικής.
Πράγματι, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται περίπου 800.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εκ των οποίων πάνω από το 95% απασχολεί λιγότερους από 10 εργαζόμενους. Παρά τη μεγάλη αυτή εικόνα, εκτιμάται ότι ένα ποσοστό 10% έως και 15% αυτών εμφανίζει εκκρεμότητες στο ΓΕΜΗ ή στη ΔΟΥ – όπως μη υποβολή ισολογισμών, μηδενικές δηλώσεις, αδρανείς ΑΦΜ ή καθυστερήσεις διακοπής εργασιών. Δηλαδή, περίπου 80.000 έως 120.000 επιχειρήσεις μπορεί να βρίσκονται σήμερα στον «ενδιάμεσο χώρο» των ανενεργών μεν, αλλά καταχωρημένων δε. Αυτό το στατιστικό εύρημα καθιστά επιτακτική την ανάγκη ειδικής αντιμετώπισης των «κλειστών–ενεργών» επιχειρήσεων, με πρόνοιες ρύθμισης, πάγωμα προστίμων και δυνατότητα οριστικής διαγραφής χωρίς επιπλέον διοικητικά βάρη.
Ανάγκη περισσότερου χρόνου και παράλληλης τακτοποίησης
Για να είναι δίκαιη και ουσιαστική η προσπάθεια τακτοποίησης, απαιτείται η πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου με ενισχυμένη υποστήριξη, καθοδήγηση και ευελιξία. Δεν αρκεί η απειλή του προστίμου – απαιτείται η δυνατότητα για ρύθμιση. Παράλληλα, πρέπει να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός σε συνεργασία με τις ΔΟΥ, ώστε να μπορούν οι επιχειρήσεις να διευθετούν τα φορολογικά τους ζητήματα, να ολοκληρώνουν διαδικασίες διακοπής εργασιών και να κλείνουν τον κύκλο τους με διαφάνεια και νομιμότητα. Η σύνδεση της τακτοποίησης ΓΕΜΗ με την κατάσταση του μητρώου της εφορίας είναι απαραίτητη για να αποφευχθεί ένας φαύλος κύκλος καθυστερήσεων και προστίμων.
Ειδική μέριμνα για τις «κλειστές–ενεργές» επιχειρήσεις
Χιλιάδες επιχειρήσεις έχουν ουσιαστικά σταματήσει κάθε δραστηριότητα, δεν έχουν έσοδα, αλλά παραμένουν ενεργές λόγω αδυναμίας να υποβάλουν μηδενικές δηλώσεις, να πληρώσουν πρόστιμα προηγούμενων ετών ή να καλύψουν τα κόστη της διαδικασίας. Αυτές οι περιπτώσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά. Απαιτείται ειδική ρύθμιση που να προβλέπει:
α) πάγωμα προστίμων παρελθόντων ετών,
β) δυνατότητα μηδενικής δήλωσης χωρίς ποινές,
γ) αυτόματη δυνατότητα διαγραφής σε περίπτωση πλήρους ανενεργούς πορείας.
Η αντιμετώπιση αυτών των περιπτώσεων θα ξεκαθαρίσει την εικόνα του επιχειρηματικού μητρώου και θα επιτρέψει στο ΓΕΜΗ να επιτελεί ουσιαστικά τον ρόλο του.
Η ώρα της λογικής συμμόρφωσης
Η ορθή λειτουργία του ΓΕΜΗ είναι απαραίτητη. Όμως, κάθε μεταρρύθμιση πρέπει να σχεδιάζεται με λογική προσαρμογής, δικαιοσύνης και όχι απλώς αυστηρότητας. Οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να συμμορφωθούν αν πρώτα δεν κατανοήσουν τον σκοπό του μέτρου, αν δεν τους δοθούν εργαλεία, χρόνος και ευκαιρίες. Η αποτροπή πρέπει να δίνει τη θέση της στην υποστήριξη και την επίλυση. Δεν μπορεί ο διάλογος να αρχίζει με πρόστιμα και να τελειώνει με διαγραφές.
Κλείνοντας, πριν την επιβολή οποιουδήποτε αυτοτελούς προστίμου –είτε από το ΓΕΜΗ είτε από τη ΔΟΥ– θα πρέπει να προβλέπεται ένα εύλογο διάστημα επίσημης προειδοποίησης. Εφόσον ο υπόχρεος συμμορφωθεί οικειοθελώς εντός αυτού του διαστήματος, το πρόστιμο να μην επιβάλλεται. Η πρακτική αυτή ακολουθείται σε όλες τις σύγχρονες ευρωπαϊκές διοικήσεις και ενισχύει την κουλτούρα συμμόρφωσης με σεβασμό και όχι με καταναγκασμό. Ιδίως όσον αφορά τα αυτοτελή πρόστιμα που επιβάλλονται αυτοματοποιημένα από τις ΔΟΥ, η εισαγωγή συστήματος έγκαιρης ειδοποίησης είναι ακόμα πιο αναγκαία, αφού είναι τεχνικά εφικτή και δίκαιη. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης μετά την ειδοποίηση, το σύστημα να προχωρά αυτόματα στην επιβολή κυρώσεων. Αλλά όχι πριν.