Τα μαντάτα από το μέτωπο της οικοδομής δεν είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά, ως προς το ότι θα δούμε σύντομα τέτοια τόνωση της προσφοράς κατοικιών, που να κλείνει το χάσμα με την αυξανόμενη ζήτηση.
Όπως αναφέρει και η νέα μελέτη του ΙΟΒΕ για τον κατασκευαστικό κλάδο, «η προσφορά οικιστικών ακινήτων, όπως διαπιστώθηκε από την αύξηση των οικοδομικών αδειών, ανταποκρίνεται μερικώς, αλλά η προσαρμογή αυτή απαιτεί χρόνο ώστε να περιοριστεί το έλλειμμα προσφοράς κατοικιών». Συν τοις άλλοις, το «μούδιασμα» από τη δικαστική εμπλοκή με τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό, το αυξανόμενο κόστος οικοδομής (αυξήσεις ως 7,3% σε πλαστικά, τσιμέντα, τούβλα, κουφώματα αλουμινίου κ.λ.π.), δείχνουν να “φρενάρουν” τις νέες άδειες.
Από την άλλη, ο σχεδιασμός της κυβέρνησης, που έχει στον πυρήνα του την αύξηση των διαθέσιμων κατοικιών (Κοινωνική Αντιπαροχή, αξιοποίηση ακινήτων του Δημοσίου, φορολογικά κίνητρα για το άνοιγμα «κλειστών» ακινήτων) είναι προφανές ότι δεν μπορεί να αποδώσει καρπούς στο άμεσο μέλλον.
Και κάπως έτσι καταλήγουμε στη δεξαμενή των ακινήτων, που «δεσμεύονται» σε βραχυχρόνιες μισθώσεις, για τα οποία τα απαγορευτικά και τα φορολογικά αντικίνητρα, που θέσπισε το οικονομικό επιτελείο, δεν δείχνουν ικανά να ανακόψουν την ανοδική τους πορεία. Ήδη, το ερώτημα που πλανάται είναι αν η κυβέρνηση θα πρέπει να υιοθετήσει μοντέλα απαγόρευσης ή δραστικού περιορισμού των μισθώσεων τύπου Airbnb, που εφαρμόζουν χώρες ή πόλεις στην Ευρώπη, οι οποίες ταλαιπωρούνται, επίσης, από κρίση στέγης.
Το τέλος επιτηδεύματος
Τα μέτρα που τέθηκαν σε ισχύ για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις (ειδικές προδιαγραφές, μέγιστη διάρκεια μίσθωσης, απαγορευτικό σε συγκεκριμένες περιοχές της Αθήνας) θα επανεξεταστούν το Φθινόπωρο, ωστόσο μια διάταξη που συμπεριλήφθηκε στον νέο Τελωνειακό Κώδικα, δίνει το στίγμα των προθέσεων.
Τον περσινό Απρίλιο, σε εγκύκλιο της η ΑΑΔΕ (2024/2024) όρισε μεταξύ άλλων ότι νομικό πρόσωπο ή φυσικό πρόσωπο που διαθέτει 3 ή περισσότερα ακίνητα σε βραχυχρόνια μίσθωση, επιβαρύνονται με Τέλος Επιτηδεύματος για κάθε ακίνητο ξεχωριστά, αντιμετωπίζοντας τα ως υποκαταστήματα. Μετά από προσφυγή, το Β’ Τμήμα του ΣτΕ έκρινε παράνομη την επιβολή αυτοτελούς φόρου σε κάθε ακίνητο, επισημαίνοντας ότι επρόκειτο για απλή εγκύκλιο, που στερείται κανονιστικού χαρακτήρα, άρα είναι μη νόμιμη, ανυπόστατη και ακυρωτέα.
Το θέμα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του ΣτΕ, ωστόσο το υπουργείο Οικονομικών δείχνει αποφασισμένο να ξεπεράσει αυτόν τον νομικό σκόπελο, φέρνοντας ειδική διάταξη νόμου, πάνω στην οποία θα «πατήσει» νέα εφαρμοστική Απόφαση ή εγκύκλιος.
Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη «ως υποκατάστημα στην ημεδαπή, εκτός της έδρας της επιχείρησης, νοείται κάθε ακίνητο, που μισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια μίσθωση» κι αυτό πρακτικά συνεπάγεται Τέλος Επιτηδεύματος 600 ευρώ για κάθε ακίνητο/υποκατάστημα εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο και 300 ευρώ εφόσον πρόκειται για αστική μη κερδοσκοπική εταιρία.
Τα μόνα ακίνητα που γλιτώνουν το Τέλος Επιτηδεύματος ως υποκαταστήματα, είναι τα διαμερίσματα που βρίσκονται εντός του ίδιου κτιρίου, κάτι που προέβλεπε και η επίμαχη εγκύκλιος.
Η «έκρηξη»
Την ίδια ώρα τα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ δείχνουν ότι οι βραχυχρόνιες μισθώσεις κάθε άλλο παρά φθίνουν.
Τον Ιανουάριο, καταγράφηκαν 213 χιλ. καταλύματα, αυξημένα κατά 23 χιλ. σε σύγκριση με τα 190 χιλ. του Ιανουαρίου 2024. Τον Φεβρουάριο, τα διαθέσιμα καταλύματα ανήλθαν σε 216 χιλ., σημειώνοντας αύξηση 20 χιλ. από τα 196 χιλ. του αντίστοιχου μήνα του 2024.
Τον Μάρτιο, ο αριθμός των καταλυμάτων ανήλθε σε 222 χιλ., παρουσιάζοντας αύξηση 18 χιλ. σε σχέση με τα 204 χιλ. του 2024. Το Β’ τρίμηνο ξεκίνησε με άνοδο, καθώς τον Απρίλιο καταγράφηκαν 228 χιλ. καταλύματα, αυξημένα κατά 16 χιλ. σε σχέση με τον Απρίλιο του 2024 (212 χιλ.).
Τέλος, τον Μάιο, ο αριθμός των καταλυμάτων διαμορφώθηκε σε 236 χιλ., αυξημένος κατά 18 χιλ. σε σύγκριση με τα 218 χιλ. του Μαΐου 2024. Η αύξηση αυτή ενισχύει περαιτέρω την ανοδική τροχιά που είχε διαμορφωθεί από την αρχή του έτους.
Αξιοσημείωτο είναι ότι για πρώτη φορά το 2025 ο αριθμός των διαθέσιμων κλινών ξεπέρασε το 1 εκατ. ήδη από τον Απρίλιο, με την αύξηση να συνεχίζεται τον Μάιο ενώ την προηγούμενη χρονιά το αντίστοιχο όριο είχε καταγραφεί μόλις τον Ιούλιο, που αποτελεί και μήνα αιχμής για τον τουρισμό.