Στον κατάλογο των χωρών της Ευρώπης που είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο του λεγόμενου «fiscal drag», δηλαδή του φαινομένου ταχύτερης ποσοστιαίας αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης συγκριτικά με τη μεταβολή του ονομαστικού εισοδήματος, κατατάσσεται η Ελλάδα. Και –εκτός συνταρακτικού απροόπτου– θα παραμείνει σε αυτόν, καθώς το «φάρμακο», η τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, έχει δημοσιονομικό κόστος που σε αυτή τη φάση κρίνεται δυσβάστακτο για τον κρατικό προϋπολογισμό. Ετσι, στα «δεινά» του πληθωρισμού για τον οικογενειακό προϋπολογισμό θα προστεθεί άλλο ένα: η ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση του φόρου εισοδήματος εξαιτίας των μεταβολών στο ονομαστικό ύψος των μισθών και των συντάξεων.
Η έρευνα του Tax Foundation, σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Καθημερινής», κατατάσσει την Ελλάδα στη λίστα των χωρών που δεν προσαρμόζουν αυτόματα τη φορολογική τους κλίμακα με βάση τη μεταβολή του πληθωρισμού. Στην ίδια λίστα είναι η Ισπανία, η Ιταλία, η Πολωνία, η Τσεχία και η Κροατία. Υπάρχει και ένας δεύτερος κατάλογος: σε αυτόν περιλαμβάνονται η Αυστρία, η Δανία και η Ολλανδία, αλλά και η Γαλλία, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Φινλανδία και η Σουηδία. Είναι οι χώρες που έχουν ενσωματώσει στη νομοθεσία τους ρήτρες προστασίας του ονομαστικού εισοδήματος από τον πληθωρισμό, κάτι που επιτυγχάνεται με ισόποση αύξηση των φορολογικών κλιμακίων με την αντίστοιχη του πληθωρισμού ή του εισοδήματος.
Αλλαγές στη φορολογική κλίμακα αναμένεται να υπάρξουν ώστε να περιοριστεί το φορολογικό βάρος ειδικά για τα μεσαία εισοδήματα, αλλά και τις οικογένειες με παιδιά. Δεν αναμένεται, ωστόσο, να νομοθετηθεί η μόνιμη τιμαριθμική αναπροσαρμογή, κάτι που «δεσμεύει» δημοσιονομικό χώρο όχι μόνο για το επόμενο έτος αλλά εις το διηνεκές, και μάλιστα με επιταχυνόμενο ρυθμό.
H αύξηση του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή στο 3,7% για τον Ιούλιο, με βάση τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν από τη Eurostat την Παρασκευή, αυξάνει τις πιθανότητες να μην επαληθευθεί η πρόβλεψη που έχει ενσωματωθεί στον επικαιροποιημένο προϋπολογισμό για συγκράτηση του δείκτη στο 2,4% κατά τη διάρκεια του 2025 (όπως προκύπτει από το annual growth report που κατατέθηκε στις Βρυξέλλες την άνοιξη). Ηδη ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής για το διάστημα από τον Αύγουστο του 2024 μέχρι τον Ιούλιο του 2025 διαμορφώνεται στο 3,1%-3,2%. Αξίζει να σημειωθεί ότι στον κρατικό προϋπολογισμό που είχε κατατεθεί τον Νοέμβριο στη Βουλή ο πήχυς για φέτος είχε μπει στο 2,1% και για τον εναρμονισμένο δείκτη και για τον δείκτη τιμών καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ.
Η διαφαινόμενη υπέρβαση έναντι του στόχου έχει διπλή ανάγνωση. Η πρώτη έχει να κάνει με την προφανή επίπτωση στις τιμές, άρα και στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Ηδη οι ανατιμήσεις είναι σημαντικές φέτος, ειδικά στα ενοίκια κύριας κατοικίας, αλλά και στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος καθώς και στις υπηρεσίες. Η δεύτερη ανάγνωση έχει να κάνει με την επίπτωση του πληθωρισμού σε βασικά μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη. Και εκεί, η επίπτωση είναι… ευεργετική. Οσο μεγαλύτερος ο πληθωρισμός, τόσο μεγαλύτερη η υπεραπόδοση στο σκέλος των φορολογικών εσόδων και τόσο μικρότερη η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ.
1. Υψηλότερος πληθωρισμός σημαίνει μεγαλύτερο ονομαστικό ΑΕΠ (από φέτος θα αναρριχηθεί σε νέα ιστορικά υψηλά άνω των 245 δισ. ευρώ για πρώτη φορά μετά την πολυετή ύφεση). Οσο μεγαλύτερο το ονομαστικό ΑΕΠ, τόσο περισσότερα και τα φορολογικά έσοδα. Οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονται λόγω πληθωρισμού και, με την τακτική του fiscal drag που περιγράφηκε, αυξάνεται και ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων. Το ίδιο ισχύει και για τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, καθώς πληθωρισμός σημαίνει περισσότερος τζίρος, άρα και περισσότερα κέρδη, άρα και περισσότερος φόρος. Στην έμμεση φορολογία, δε, και ειδικά στον ΦΠΑ, η αύξηση των εισπράξεων είναι «αυτόματη» λόγω της αναπροσαρμογής των τιμών. Τα φετινά φορολογικά έσοδα οδεύουν φέτος προς νέο ιστορικό υψηλό σπάζοντας ακόμη και το φράγμα των 71-72 δισ. ευρώ.
2. Οσο μεγαλύτερο το ονομαστικό ΑΕΠ, τόσο μεγαλώνει και ο παρονομαστής στο κλάσμα «χρέος προς ΑΕΠ». Κατά συνέπεια, επιταχύνεται ο ρυθμός μείωσης της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ, με αρκετές πιθανότητες φέτος να πέσει και χαμηλότερα από τον στόχο του 146%.