Στην υποτονική δυναμική της μάρκας Puma, τις αλλαγές στο μείγμα και την ποιότητα των καναλιών διανομής, τον αντίκτυπο των αμερικανικών δασμών και τα αυξημένα επίπεδα αποθεμάτων, οφείλεται η γκρίζα εικόνα της γερμανικής εταιρείας αθλητικών ειδών, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα πρόσφατα οικονομικά της αποτελέσματα.
Με την τιμή της μετοχής της Puma να έχει μειωθεί στο μισό μέχρι στιγμής φέτος και τις αρνητικές εκτιμήσεις για το 2025, η εταιρεία αναμένει μια τεράστια απόκλιση στα 445 εκατομμύρια ευρώ από τα 525 εκατομμύρια ευρώ κέρδη που προέβλεπε πριν από την αξιολόγηση του αντίκτυπου των δασμών.
Αναμενόμενο να ηχήσει το καμπανάκι για το μεγαλύτερο μέτοχό της, Artémis -συμφερόντων της οικογένειας Pinault- η οποία είναι επίσης ο κύριος μέτοχος της Kering SA, που εξετάζει κάθε πιθανό σενάριο για την κατά τα άλλα τρίτη μεγαλύτερη εταιρεία αθλητικών ειδών στον κόσμο.
Η εταιρεία έχει πλέον αγοραία αξία περίπου 2,6 δισεκατομμυρίων ευρώ (3 δισεκατομμύρια δολάρια). Οι διαβουλεύσεις συνεχίζονται και δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, ανέφεραν οι πηγές του Bloomberg.
Οι μνηστήρες της Puma
Η δισεκατομμυριούχος οικογένεια συνεργάζεται με συμβούλους και έχει προσεγγίσει πιθανούς αγοραστές, συμπεριλαμβανομένων των Anta Sports Products Ltd. και Li Ning Co., για να εκτιμήσει το ενδιαφέρον τους, ανέφερε το Bloomberg.
Έχουν επίσης προσεγγίσει άλλες εταιρείες αθλητικών ειδών στις ΗΠΑ, καθώς και κρατικά επενδυτικά ταμεία στη Μέση Ανατολή.
Η Anta Sports Products Ltd. κατέχει μάρκες όπως Fila, Descente, Kolon Sport και Jack Wolfskin. Ήταν μέλος ενός κονσόρτσιουμ που εξαγόρασε τη φινλανδική Amer Sports Oyj, κατασκευάστρια των ρακετών τένις Wilson και των μπαστουνιών μπέιζμπολ Louisville Slugger, για περίπου 4,6 δισεκατομμύρια ευρώ το 2019.
Ο έτερος «μνηστήρας» Li Ning, που ιδρύθηκε το 1990 από τον ομώνυμο θρυλικό Κινέζο γυμναστή, σχεδιάζει και πωλεί επαγγελματικά και ερασιτεχνικά αθλητικά υποδήματα, ενδύματα και αξεσουάρ. Εκτός από την ομώνυμη μάρκα, διαθέτει αθλητικά προϊόντα που είναι ιδιόκτητα ή αδειοδοτημένα, όπως η μάρκα πινγκ-πονγκ Double Happiness, η μάρκα υπαίθριων αθλημάτων Aigle και η μάρκα μπάντμιντον Kason.

Ο Adolf και ο Rudolf Dassler
Οι αδελφοί Dassler
Πριν από όλα αυτά, στη δεκαετία του ’20 το μόνο που υπήρχε ήταν η ανάγκη του Christoph Dassler για επιβίωση. Εργάτης σε εργοστάσιο υποδημάτων εκείνος, ενώ η σύζυγός του Pauline διατηρούσε ένα μικρό πλυντήριο στην πόλη Herzogenaurach της Φραγκονίας, 20 χλμ. από τη Νυρεμβέργη. Αφού τελείωσε το σχολείο, ο γιος τους, Rudolf Dassler, άρχισε να δουλεύει μαζί με τον πατέρα του.
Όταν επέστρεψε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Rudolf εκπαιδεύτηκε ως πωλητής σε ένα εργοστάσιο πορσελάνης και αργότερα σε μια επιχείρηση εμπορίας δερμάτινων ειδών στη Νυρεμβέργη.
Τον Ιούλιο του 1924, ο Rudolf και ο μικρότερος αδελφός του, ο Adolf, με το παρατσούκλι «Adi», δημιούργησαν το δικο τους εργοστάσιο υποδημάτων. Ονόμασαν τη νέα επιχείρηση «Gebrüder Dassler Schuhfabrik» (Εργοστάσιο Υποδημάτων Αδελφών Ντάσλερ), η οποία ήταν η μόνη επιχείρηση εκείνη την εποχή που κατασκεύαζε αθλητικά υποδήματα.
Οι δύο αδελφοί ξεκίνησαν την επιχείρησή τους στο πλυντήριο της μητέρας τους. Εκείνη την εποχή, η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στην πόλη ήταν ασταθής και οι αδελφοί έπρεπε μερικές φορές να χρησιμοποιούν την ενέργεια από ένα στατικό ποδήλατο για να λειτουργήσουν τον εξοπλισμό τους. Το 1927, μετακόμισαν σε ξεχωριστό κτίριο.
Τα αδέλφια οδήγησαν από τη Βαυαρία στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο με μια βαλίτσα γεμάτη αθλητικά παπούτσια με καρφιά και έπεισαν τον αμερικανό σπρίντερ Τζέσι Όουενς να τα χρησιμοποιήσει, σε μια πρώτη χορηγία για έναν Αφροαμερικανό. Μετά τα 4 χρυσά μετάλλια του Όουενς, η επιχείρηση άνθισε. Οι Dassler πωλούσαν 200.000 ζευγάρια παπούτσια ετησίως πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Adidas και η Puma
Ο Adolf και ο Rudolf εντάχθηκαν στο ναζιστικό κόμμα, με τον δεύτερο να δείχνει μεγαλύτερη αφοσίωση. Το εργοστάσιό τους μετατράπηκε σε μονάδα παραγωγής υλικού για τον πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών του πολέμου και της αμέσως μετά τον πόλεμο περιόδου, η σχέση μεταξύ των δύο αδελφών και των συζύγων και των οικογενειών τους άρχισε να ραγίζει.
Η ακριβής αιτία είναι άγνωστη, αλλά οι εικασίες κυμαίνονται από απλή ζήλια και συγκρούσεις προσωπικότητας έως πολιτικές διαφωνίες και προδοσίες.
Το 1948, τα δύο αδέλφια χώρισαν και άνοιξαν τα δικά τους καταστήματα, το ένα βόρεια του ποταμού Aurach και το άλλο νότιά του. Ο Adolf ονόμασε τη νέα του εταιρεία «Adi-das», ένα παράγωγο του ονόματος και του επωνύμου του. Ο Rudolf αρχικά δοκίμασε το «Ruda», αλλά τελικά αποφάσισε να ονομάσει την εταιρεία «Puma».
Για τα δύο αδέρφια, πλέον ανταγωνιστές οι μεγαλύτερες μάχες μάρκετινγκ ήταν πάντα η χορηγία αθλητών. Ο Μοχάμεντ Άλι, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ και ο Ζινατίν Ζιντάν έγιναν θρυλικοί αθλητές φορώντας τις τρεις ρίγες της Adidas. Ενώ οι ποδοσφαιρικές περσόνες Πελέ και Μαραντόνα, καθώς και ο αστέρας του τένις Μπόρις Μπέκερ, έφτασαν στο απώγειό τους φορώντας Puma.

O François-Henri Pinault, επικεφαλής της επενδυτικής Artémis, κύριος μέτοχος της Kering, ιδιοκτήτριας του οίκου Gucci
Από την IPO στην Kering
Η Puma έγινε δημόσια εταιρεία το 1986 και στη συνέχεια μπήκε στα Χρηματιστήριο του Μονάχου και της Φρανκφούρτης, με τα πρώτα της κέρδη μετά την εισαγωγή στο χρηματιστήριο να καταγράφονται το 1994. Τον Μάιο του 1989, οι γιοι του Rudolf, Armin και Gerd Dassler, πούλησαν το 72% των μετοχών τους στην Puma στην ελβετική εταιρεία Cosa Liebermann SA.
Η εταιρεία εξαγόρασε τη σκανδιναβική Tretorn Group το 2001, η οποία αργότερα πωλήθηκε στην Authentic Brands Group το 2015. Για το οικονομικό έτος 2003, η εταιρεία είχε έσοδα 1,274 δισ. ευρώ και ο κύριος μέτοχος Monarchy/Regency πούλησε τις μετοχές του σε ένα ευρύ φάσμα θεσμικών επενδυτών.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, η Puma ανακοίνωσε ότι τα κέρδη της μειώθηκαν κατά 26% σε 32,8 εκατομμύρια ευρώ κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου του 2006. Το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης των κερδών οφειλόταν στα υψηλότερα κόστη που συνδέονταν με την επέκτασή της. Οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά περισσότερο από ένα τρίτο, φτάνοντας τα 480,6 εκατομμύρια ευρώ.
Στις αρχές εκείνου του Απριλίου, οι μετοχές της Puma αυξήθηκαν κατά 29,25 ευρώ ανά μετοχή, ή περίπου 10,2%, φτάνοντας τα 315,24 ευρώ ανά μετοχή, με την εικόνα να προσελκύει το ενδιαφέρον του γαλλικού ομίλου PPR (ο οποίος μετονομάστηκε σε Kering το 2013), ο οποίος και ανακοίνωσε ότι αγόρασε το 27% των μετοχών της Puma, ανοίγοντας τον δρόμο για πλήρη εξαγορά.
Η συμφωνία αποτίμησε την Puma σε 5,3 δισ. ευρώ. Η PPR δήλωσε ότι θα προχωρούσε σε φιλική εξαγορά της Puma, αξίας 330 ευρώ ανά μετοχή, μόλις ολοκληρωνόταν η απόκτηση του μικρότερου μεριδίου. Το διοικητικό συμβούλιο της Puma χαιρέτισε την κίνηση, λέγοντας ότι ήταν δίκαιη και προς το συμφέρον της εταιρείας. Από τον Ιούλιο του 2007, η PPR κατείχε πάνω από το 60% των μετοχών της Puma, που σήμερα βρίσκονται στο 29%.
Σήμερα η εταιρεία ανέφερε καθαρά έσοδα 281,6 εκατομμυρίων ευρώ πέρυσι και πωλήσεις 8,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ απασχολεί περίπου 22.000 άτομα σε όλο τον κόσμο. Χορηγεί, μεταξύ άλλων, την ομάδα της Αγγλικής Πρέμιερ Λιγκ Μάντσεστερ Σίτι, την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Πορτογαλίας και την ανδρική ομάδα χάντμπολ της Δανίας.
Το χαρτοφυλάκιο
Το 2008, η Melody Harris-Jensbach διορίστηκε αναπληρωματική διευθύνουσα σύμβουλος, ενώ ο εμβληματικός σχεδιαστής και καλλιτέχνης Hussein Chalayan έγινε δημιουργικός διευθυντής και η Puma απέκτησε το πλειοψηφικό μερίδιο της επιχείρησης μόδας του Chalayan.
Το 2010, εξαγόρασε την Cobra Golf και την επόμενη χρονιά ανέλαβε την εταιρεία ενδυμάτων και καλτσών Dobotex.
Τον Ιούλιο του 2011, η εταιρεία ολοκλήρωσε τη μετατροπή της από Aktiengesellschaft (γερμανική ανώνυμη εταιρεία) σε Puma SE.
Ταυτόχρονα, ο Franz Koch αντικατέστησε τον μακροχρόνιο Jochen Zeitz ως CEO της εταιρείας, με τον Zeitz να αναλαμβάνει τη θέση του προέδρου.
Tην 1η Ιουλίου 2013, τα ηνία της βρέθηκαν στα χέρια του πρώην επαγγελματία ποδοσφαιριστή Bjørn Gulden, ο οποίος βρέθηκε μια δεκαετία αργότερα στην κεφαλή της αιώνιας αντιπάλου, Adidas. Ο Arne Freundt διορίστηκε CEO τον Νοέμβριο του 2022.
Τον Απρίλιο του 2025, η Puma ανακοίνωσε ότι ο CEO Arne Freundt θα παραιτηθεί λόγω διαφορετικών απόψεων σχετικά με τη στρατηγική με το εποπτικό συμβούλιο. Τον διαδέχτηκε ο Arthur Hoeld, πρώην στέλεχος της Adidas, με ισχύ από την 1η Ιουλίου 2025.