Η αναγγελία του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για επιβολή δασμών ύψους 30% στα ευρωπαϊκά προϊόντα από την 1η Αυγούστου 2025 προκάλεσε σοκ στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και ανησυχία στον επιχειρηματικό κόσμο.
Αν και υπήρχαν ήδη ενδείξεις επιδείνωσης στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ, λίγοι ανέμεναν ότι η Ουάσινγκτον θα κινηθεί με τόσο υψηλή ένταση, οδηγώντας ξαφνικά σε ένα νέο κύμα δασμολογικής αντιπαράθεσης.
Η απόφαση, που ανακοινώθηκε ελάχιστες εβδομάδες πριν από την έναρξη εφαρμογής της, απειλεί να πλήξει όχι μόνο τη συνολική ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και τις πιο μικρές και ευάλωτες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτή της Ελλάδας.
Υπό πίεση οι ελληνικές εξαγωγές
Η Ελλάδα, παρότι δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν μένει ανεπηρέαστη από την επιβολή των νέων δασμών.
Το 2024, οι ελληνικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ ανήλθαν σε περίπου 2,6 δισεκατομμύρια δολάρια, με τις αμερικανικές εισαγωγές από την Ελλάδα να κυμαίνονται στα 2,4 δισεκατομμύρια.
Το μικρό πλεόνασμα στο διμερές ισοζύγιο αγαθών απειλείται άμεσα, καθώς οι αυξημένοι δασμοί εκτιμάται ότι θα μειώσουν τις ελληνικές εξαγωγές κατά 20-25%. Αυτό μεταφράζεται σε απώλειες της τάξης των 500 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Οι κλάδοι που πλήττονται περισσότερο είναι αυτοί που εξάγουν τρόφιμα, ποτά, φαρμακευτικά προϊόντα, μηχανήματα και βιομηχανικά αγαθά. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής εξαγωγικής δραστηριότητας, θα βρεθούν αντιμέτωπες με υψηλότερο κόστος, μειωμένη ανταγωνιστικότητα και απώλεια μεριδίων αγοράς.
Επιπλέον, υπάρχει κίνδυνος μετακύλισης του αυξημένου κόστους στους Αμερικανούς καταναλωτές, κάτι που θα μπορούσε να μειώσει περαιτέρω τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα.
Οι έμμεσες επιπτώσεις μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Το σοβαρότερο όμως πλήγμα για την Ελλάδα ενδέχεται να μην είναι οι άμεσες εξαγωγικές απώλειες, αλλά οι δευτερογενείς επιπτώσεις που θα προκύψουν από την κάμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η ελληνική οικονομία παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ευρωπαϊκό οικονομικό κύκλο, μέσω των επενδύσεων, των τουριστικών ροών, της πρόσβασης σε χρηματοδοτικά εργαλεία και, κυρίως, της εσωτερικής αγοράς.
Αν οι ευρωπαϊκές εξαγωγές πληγούν σοβαρά από τους αμερικανικούς δασμούς, η γενικευμένη επιβράδυνση θα επηρεάσει τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα εντός ΕΕ, τη ροή επενδύσεων προς τη χώρα και, εν τέλει, την ευρύτερη οικονομική σταθερότητα.
Εκτιμάται ότι η ζημία για την ΕΕ μπορεί να φτάσει τα 150 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, αν οι δασμοί εφαρμοστούν καθολικά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που διατηρούσε εμπορικό πλεόνασμα 198 δισεκατομμυρίων ευρώ έναντι των ΗΠΑ προ δασμών, θα δει το πλεόνασμα αυτό να συρρικνώνεται έως και 67%, σύμφωνα με αναλύσεις.
Αυτό σημαίνει απώλεια εισοδήματος, μείωση παραγωγής και αποδυνάμωση της επενδυτικής εμπιστοσύνης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες, όπως η ελληνική.
Αντίμετρα και ευρωπαϊκή στρατηγική
Η Ευρωπαϊκή Ένωση προς το παρόν τηρεί συγκρατημένη στάση, επιδιώκοντας την αποφυγή μιας μετωπικής σύγκρουσης. Παρ’ όλα αυτά, έχει ήδη ανακοινώσει ότι διαθέτει λίστα με πιθανά αντίμετρα ύψους έως και 95 δισεκατομμυρίων ευρώ, που θα μπορούσαν να επιβληθούν σε αμερικανικά προϊόντα και υπηρεσίες.
Τα αντίμετρα περιλαμβάνουν αγροτικά προϊόντα, τεχνολογικά αγαθά, αλλά και ψηφιακές υπηρεσίες, δημιουργώντας τη δυνατότητα συμμετρικής πίεσης προς τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, οι εσωτερικές αντιθέσεις μεταξύ των κρατών-μελών καθιστούν δυσκολότερη τη χάραξη ενιαίας ευρωπαϊκής στάσης. Ορισμένα κράτη είναι περισσότερο εκτεθειμένα στον αμερικανικό προστατευτισμό, ενώ άλλα θεωρούν ότι η στρατηγική αυτονομία της ΕΕ δεν πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο.
Η Ελλάδα, από την πλευρά της, έχει κάθε λόγο να υποστηρίξει μια ενιαία ευρωπαϊκή γραμμή, που θα στηρίξει την κοινή αγορά και θα επιδιώξει ένα ισορροπημένο πλαίσιο εμπορικών σχέσεων με τις ΗΠΑ, χωρίς όμως να υπονομεύσει την ευρωπαϊκή ενότητα.
Tι μαρτυρά η εμπειρία από το παρελθόν
Η ιστορία δείχνει ότι οι εμπορικοί πόλεμοι μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ δεν είναι κάτι νέο. Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και τη δεκαετία του 2010, υπήρξαν επαναλαμβανόμενες δασμολογικές συγκρούσεις, που έληξαν μερικές φορές με συμφωνίες και άλλες με παρατεταμένη αστάθεια.
Η πιο πρόσφατη εμπειρία του 2017, όταν οι ΗΠΑ επέβαλαν δασμούς στον ευρωπαϊκό χάλυβα και αλουμίνιο, οδήγησε σε αντίμετρα και προσωρινή αποκλιμάκωση, χωρίς όμως ουσιαστική λύση.
Η τρέχουσα κρίση είναι πιο πολύπλευρη, καθώς οι δασμοί δεν περιορίζονται σε πρώτες ύλες ή βιομηχανικά αγαθά, αλλά επεκτείνονται σε τεχνολογία, ψηφιακές υπηρεσίες και φαρμακευτικά προϊόντα.
Η ΕΕ έχει αναστείλει την επιβολή ψηφιακού φόρου σε αμερικανικούς κολοσσούς, προσπαθώντας να διατηρήσει τις ισορροπίες, ωστόσο η απάντηση Τραμπ δείχνει ότι η διαπραγματευτική λογική βασίζεται περισσότερο στην πίεση και λιγότερο στον διάλογο.
Η ανάγκη για εθνική ετοιμότητα
Για την Ελλάδα, η κρίση αυτή αναδεικνύει την ανάγκη για άμεση ενεργοποίηση των θεσμών, των παραγωγικών φορέων και των επιχειρήσεων.
Η δημιουργία εναλλακτικών αγορών, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών, η αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων του Ταμείου Ανάκαμψης και η προώθηση της καινοτομίας αποτελούν βασικές προτεραιότητες.
Η πολιτεία, σε περίπτωση που οι εξαγγελίες μετατραπούν σε πραγματικότητα, ενδέχεται να κληθεί να στηρίξει τις πληττόμενες επιχειρήσεις, όχι μόνο με φορολογικά ή επιδοματικά μέτρα, αλλά και με στοχευμένες παρεμβάσεις για την προσαρμογή τους στο νέο διεθνές εμπορικό περιβάλλον.
Ταυτόχρονα, είναι κρίσιμο να ενισχυθεί η διπλωματική παρουσία της Ελλάδας στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς διαμόρφωσης πολιτικής, ώστε η φωνή της να ληφθεί υπόψη στις κοινές ευρωπαϊκές θέσεις.
Crash test για την Ελλάδα οι δασμοί Tραμπ
Ένα εθνικό σχέδιο εξωστρέφειας και ανθεκτικότητας είναι απαραίτητο. Η παγκοσμιοποίηση βρίσκεται σε μεταβατική φάση και τα κράτη που θα αντέξουν τις αναταράξεις είναι εκείνα που θα επενδύσουν εγκαίρως σε παραγωγική βάση, διαφοροποίηση αγορών και θεσμική αξιοπιστία.
Συμπερασματικά, η επιβολή των νέων δασμών από τις ΗΠΑ είναι μια πρόκληση για την ΕΕ, αλλά και ένα crash test για την Ελλάδα.
Οι άμεσες απώλειες είναι μετρήσιμες, αλλά η μακροπρόθεσμη στρατηγική προσαρμογής θα καθορίσει αν η χώρα θα καταφέρει να αξιοποιήσει τη συγκυρία ως αφορμή μετασχηματισμού ή θα βρεθεί αποδυναμωμένη σε ένα ακόμη διεθνές κύμα κρίσης.