Η μέση καθαρή περιουσία ανά ενήλικο αυξήθηκε πάνω από 7% σε πραγματικούς όρους, δηλαδή αφού αφαιρεθεί ο πληθωρισμός, γεγονός που αποτυπώνει σταθερή οικονομική πρόοδο. Αντίστοιχα, και η διάμεση περιουσία αυξήθηκε κατά 5% με 6%, δείχνοντας ότι η ευημερία δεν περιορίστηκε μόνο στα ανώτερα οικονομικά στρώματα, αλλά ενισχύθηκε σημαντικά και στη μεσαία τάξη.
Η σύνθεση του πλούτου στην Ελλάδα εμφανίζει και άλλα χαρακτηριστικά. Σε αντίθεση με χώρες όπως οι ΗΠΑ, όπου οι πολίτες επενδύουν κυρίως σε μετοχές και χρηματοοικονομικά προϊόντα, οι Έλληνες βασίζουν σε μεγάλο βαθμό την περιουσία τους στα ακίνητα. Λιγότερο από το ένα τρίτο της ελληνικής ιδιωτικής περιουσίας αποτελείται από χρηματοοικονομικά στοιχεία, γεγονός που καθιστά τη χώρα πιο ευάλωτη στις διακυμάνσεις της αγοράς ακινήτων. Παρόλα αυτά, η αύξηση των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης, η σταθεροποίηση της αγοράς κατοικίας και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στον χρηματοπιστωτικό τομέα δείχνουν πως η χώρα βαδίζει προς μια περίοδο πιο ισορροπημένης οικονομικής ανάκαμψης.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η εικόνα του πλούτου παραμένει θετική, αλλά ανομοιογενής. Το 2024, η παγκόσμια περιουσία αυξήθηκε κατά 4,6%, με τη Βόρεια Αμερική να εμφανίζει τη μεγαλύτερη άνοδο, 11%, και να ξεχωρίζει τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και σε μέση περιουσία ανά ενήλικα, η οποία έφτασε τα 593.000 δολάρια. Ακολουθούν η Ωκεανία και η Δυτική Ευρώπη. Αντίθετα, περιοχές όπως η Ασία, η Ευρώπη, η Μέση Ανατολή και η Αφρική παρουσίασαν πολύ πιο συγκρατημένη αύξηση, μεταξύ 0,5% και 3%. Αξιοσημείωτο είναι ότι πάνω από τις μισές χώρες που εξετάστηκαν δεν συμμετείχαν ουσιαστικά σε αυτή την παγκόσμια αύξηση πλούτου και σε πολλές περιπτώσεις η μέση περιουσία μειώθηκε.
Η Ελβετία εξακολουθεί να είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη μέση περιουσία ανά ενήλικο, με τις ΗΠΑ, το Χονγκ Κονγκ και το Λουξεμβούργο να ακολουθούν. Ταυτόχρονα, ορισμένες χώρες όπως η Δανία, η Σουηδία και η Νότια Κορέα εμφάνισαν έντονη άνοδο, με διψήφια ποσοστά αύξησης. Ένα εντυπωσιακό εύρημα της έκθεσης αφορά την αύξηση των αποκαλούμενων “Everyday Millionaires” (EMILLI), δηλαδή των ατόμων που διαθέτουν “επενδύσιμη” περιουσία μεταξύ 1 και 5 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο αριθμός τους έχει τετραπλασιαστεί από το 2000, φτάνοντας τα 52 εκατομμύρια παγκοσμίως. Η συνολική τους περιουσία αγγίζει τα 107 τρισεκατομμύρια δολάρια. Η ανοδική αυτή πορεία αποδίδεται, κυρίως, στην αύξηση των τιμών των ακινήτων, αλλά και στις ευνοϊκές συναλλαγματικές μεταβολές που ενίσχυσαν την ονομαστική αξία της περιουσίας σε πολλές περιοχές.
Η έκθεση αναδεικνύει και τις διαφορές μεταξύ γενεών. Οι Millennials (γεννημένοι μετά το 1981) επιλέγουν επενδύσεις σε ακίνητα και αγαθά κατανάλωσης, ενώ οι Baby Boomers (1946–1964) εξακολουθούν να συγκεντρώνουν τη μερίδα του λέοντος του πλούτου, πάνω από 83 τρισεκατομμύρια δολάρια, υπερβαίνοντας κατά πολύ άλλες γενιές, όπως η Generation X και η Σιωπηλή Γενιά. Επίσης, υπάρχουν έντονες γεωγραφικές διαφορές, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες που κυριαρχεί το ενδιαφέρον για χρηματοοικονομικές επενδύσεις, ενώ στην Αυστραλία και τη Σιγκαπούρη η έμφαση δίνεται κυρίως στην κατοχή ακινήτων και ασφαλιστικών προϊόντων.
Τέλος, η UBS προβλέπει μια τεράστια μεταφορά πλούτου τις επόμενες δύο δεκαετίες. Υπολογίζεται ότι περισσότερα από 83 τρισεκατομμύρια δολάρια θα αλλάξουν χέρια παγκοσμίως, καθώς ο πλούτος περνά από τις παλαιότερες γενιές στις νεότερες. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μεταβίβασης αναμένεται να πραγματοποιηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου περισσότερα από 29 τρισεκατομμύρια δολάρια θα μεταβιβαστούν, ενώ η Βραζιλία και η Κίνα ακολουθούν με αντίστοιχα σημαντικά ποσά.