Στη Βραζιλία, η ξηρασία στις καλλιέργειες του καφέ επηρέασε την τιμή του παντού. Στις Μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, η χαμηλή βροχόπτωση εδώ και χρόνια υποχρέωσε τους κτηνοτρόφους να μικρύνουν τα κοπάδια τους και να ανεβάσουν την τιμή του βόειου κρέατος σε ιστορικό υψηλό επίπεδο.
Μία από τις βασικές περιοχές παραγωγής σιταριού στην Κίνα, ο Κίτρινος Ποταμός, εξασθενεί λόγω των ασυνήθιστα θερμών, ξηρών συνθηκών. Η Γερμανία είχε την ξηρότερη άνοιξη από το 1931, παρότι οι βροχές των τελευταίων εβδομάδων περιόρισαν τις ανησυχίες για τις σοδειές του σιταριού και του κριθαριού. Η Ουκρανία και η Ρωσία, αντίπαλοι στο πεδίο μάχης, αντιμετωπίζουν επίσης την απειλή της ξηρασίας στις σοδειές του σιταριού. Και οι δύο χώρες είναι σιτοβολώνας για εκατομμύρια ανθρώπους. Οι εχθροπραξίες στη Γάζα και την Υεμένη επίσης προκάλεσαν προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, αυξάνοντας μεταξύ άλλων το κόστος της μεταφοράς διά θαλάσσης. Τώρα, υπάρχει νέα σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν.
Οι ξηρασίες είναι μέρος του φυσικού κύκλου του καιρού, αλλά εντείνονται σε πολλές περιοχές που καίνε ορυκτά καύσιμα, τα οποία θερμαίνουν τον πλανήτη και επιδεινώνουν τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Οι κίνδυνοι πληθαίνουν, όσο η παραγωγή βασικών τροφίμων συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο. Για παράδειγμα, μεγάλο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής καφέ προέρχεται από τη Βραζιλία, το κακάο από την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Γκάνα στη Δυτική Αφρική, και το καλαμπόκι από τη Βραζιλία, την Κίνα και τις Μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ.
Σε ολόκληρο τον κόσμο, οι περισσότεροι άνθρωποι τρέφονται με τρία βασικά υλικά -ρύζι, σιτάρι και καλαμπόκι- το οποίο σημαίνει ότι οι κλιματικές προκλήσεις σε μέρη όπου παράγονται μπορεί να έχουν μεγάλες επιπτώσεις. Ο κακός καιρός σε μία ή δύο από αυτές τις περιοχές μπορεί να αποσταθεροποιήσει την παγκόσμια προσφορά.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπολόγισε σε έρευνα που δημοσιεύτηκε την Μάιο ότι οι ξηρασίες απειλούν σχεδόν το 15% του ΑΕΠ του μπλοκ, με μεγαλύτερο ρίσκο για τη Νότια Ευρώπη. «Κάθε πίεση στις πηγές υδροδότησης μπορεί να έχουν σοβαρά αποτελέσματα σε πολλαπλές οικονομικές δραστηριότητες», σύμφωνα με τους συντάκτες της έρευνας.
Αλλοτε, καλλιεργούνταν περίπου 100 είδη καφέ στον κόσμο. Σήμερα, παράγονται κυρίως δύο: ο arabica και ο robusta. Και κυριαρχούν δύο χώρες: η Βραζιλία και το Βιετνάμ. Η Βραζιλία αποτελεί το 40% της παγκόσμιας παραγωγής, το οποίο έχει οφέλη, διότι μεγάλες ποσότητες συγκεκριμένων ποικιλιών μπορούν να καλλιεργούνται σε μεγάλες εκτάσεις, προσφέροντας οικονομίες κλίμακας. Ωστόσο, αυτό επίσης μεγεθύνει τους κινδύνους της συγκέντρωσης στην περίοδο της κλιματικής αλλαγής. «Οταν οι κλιματικές αναταραχές, όπως οι ξηρασίες ή οι υπερβολικές βροχές χτυπούν αυτές τις περιοχές, η παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα αισθάνεται τους τριγμούς», δήλωσε ο Andrea Illy, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας καφέ Illy.
Ο κ. Illy είπε ότι η εταιρεία του προσπαθεί να προμηθεύεται ποικιλίες καφέ από διαφορετικές περιοχές. Ωστόσο, ο καφές είναι απαιτητικό φυτό. Ακόμα και λίγο παραπάνω ζέστη και λίγο λιγότερη βροχή μπορεί να καταστρέψει τη σοδειά.
Η Βραζιλία πέρασε τη χειρότερη ξηρασία εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Πέρυσι, θερμός, ξηρός καιρός χτύπησε και το Βιετνάμ, τον δεύτερο μεγαλύτερο παραγωγό. Οι τιμές εκτινάχθηκαν.
Το σιτάρι είναι πια ένα από τα δημητριακά που καταναλώνονται περισσότερο στον κόσμο, ακολουθώντας μόνο το ρύζι. Ετσι, πρόκειται επίσης και για μία από τις σοδειές που η αγορά παρακολουθεί στενά.
Λόγω έντονου καύσωνα, η ινδική κυβέρνηση διέκοψε το 2022 τις εξαγωγές σιταριού, με ελάχιστες εξαιρέσεις, προκειμένου να δημιουργήσει ντόπιο απόθεμα. Φέτος, η Ινδία αναμένει να έχει απόδοση-ρεκόρ στο σιτάρι, αλλά δεν σκοπεύει να καταργήσει την απαγόρευση στις εξαγωγές λόγω ανησυχιών για διακυμάνσεις στις τιμές.
Η τιμή του μοσχαρίσιου κρέατος βρίσκεται επίσης σε επίπεδα ρεκόρ. Ο μοσχαρίσιος κιμάς στις ΗΠΑ πλησιάζει τα 13 δολάρια το κιλό και μία μπριζόλα είναι στη διπλάσια τιμή. Καθοριστική στην άνοδο του κόστους είναι μία ξηρασία που εδώ και αρκετά χρόνια απλώνεται στις Μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, ξεραίνοντας το έδαφος που προοριζόταν για βοσκή. Ο αριθμός των κοπαδιών είναι στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 70 ετών.