Την στιγμή που η ελληνική αγορά εργασίας επιχειρεί να εξισορροπήσει ανάμεσα στην ανάκαμψη και τις διαρθρωτικές αδυναμίες, δύο κοινωνικές ομάδες αναδεικνύονται σε κρίσιμες μεταβλητές, αυτές των νέων και των γυναικών.
Παρά τη βελτίωση των γενικών δεικτών, με αύξηση της συνολικής απασχόλησης και πτώση του ποσοστού ανεργίας, οι επί μέρους τάσεις αποκαλύπτουν βαθιές ανισορροπίες στη συμμετοχή διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων στην παραγωγική διαδικασία.
Το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα βρίσκεται στο 63%, επίπεδο χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, που διαμορφώνεται στο 71%. Η απόσταση αυτή δεν οφείλεται μόνο στις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, αλλά αντανακλά και παγιωμένες αδυναμίες, όπως η περιορισμένη κοινωνική υποστήριξη, η άνιση πρόσβαση σε ευκαιρίες απασχόλησης και η χαμηλή γεωγραφική και επαγγελματική κινητικότητα.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τα στοιχεία του 2024 σκιαγραφούν μια μικτή εικόνα. Η συνολική απασχόληση στην Ε.Ε. ανήλθε στο 75,8%, με περίπου 198 εκατομμύρια άτομα ηλικίας 20-64 ετών να εργάζονται. Η ανεργία υποχώρησε στο 5,9%, το χαμηλότερο ποσοστό από το 2009. Ωστόσο, σημαντικές αποκλίσεις παραμένουν μεταξύ των κρατών-μελών, ιδίως στον δείκτη συμμετοχής των γυναικών και των νέων.
Η συμμετοχή των γυναικών στην ελληνική αγορά εργασίας παραμένει αισθητά χαμηλότερη από εκείνη των ανδρών. Το πρώτο τρίμηνο του 2025, σημειώθηκε αύξηση της απασχόλησης των γυναικών κατά 2,7%, αλλά η συνολική συμμετοχή τους δεν ξεπερνά το 45%, έναντι 55% των ανδρών. Η ανεργία στις γυναίκες ανέρχεται στο 11,6%, σε σύγκριση με το 7,7% στους άνδρες. Η διαφορά αυτή οφείλεται τόσο σε κοινωνικά στερεότυπα και ελλείψεις σε υπηρεσίες φροντίδας όσο και στη δυσκολία συνδυασμού επαγγελματικών και οικογενειακών ρόλων.
Στην Ευρώπη, η διαφορά είναι πιο περιορισμένη, αλλά παραμένει αξιοσημείωτη, καθώς το ποσοστό απασχόλησης των ανδρών φτάνει το 80,8%, ενώ των γυναικών ανέρχεται στο 70,8%. Οι χώρες με αναπτυγμένα δίκτυα κοινωνικής φροντίδας και πολιτικές συμφιλίωσης επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής έχουν καταφέρει να μειώσουν σημαντικά την απόκλιση αυτή.
Οι νέοι στην Ελλάδα, ηλικίας 25 έως 29 ετών, δυσκολεύονται αρκετά να βρουν δουλειά. Το 2025, η απασχόληση σε αυτή την ηλικιακή ομάδα μειώθηκε κατά 7,7%, κάτι που δείχνει ότι τα προβλήματα στην αγορά εργασίας για τους νέους είναι έντονα. Ακόμη και οι εργαζόμενοι ηλικίας 30 έως 44 ετών, που θεωρούνται πιο σταθεροί επαγγελματικά, παρουσίασαν μικρή μείωση στην απασχόληση, κατά 0,3%. Αυτό δείχνει ότι τα εμπόδια για μια σταθερή δουλειά παραμένουν, ακόμη και για άτομα σε παραγωγική ηλικία.
Από τις βασικές αιτίες είναι ότι πολλές σπουδές δεν ταιριάζουν με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς, υπάρχουν λίγες ευκαιρίες απασχόλησης στην περιφέρεια, και αρκετοί σημαντικοί τομείς της οικονομίας (όπως ο τουρισμός, η μεταποίηση ή οι υπηρεσίες) λειτουργούν με αστάθεια. Όλα αυτά δυσκολεύουν την επαγγελματική πορεία των νέων και περιορίζουν τις δυνατότητες για σταθερή εργασία και προοπτική.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ανεργία των νέων ανέρχεται στο 14,9%, υπερδιπλάσια του γενικού μέσου όρου. Το ποσοστό των NEETs (νέοι εκτός εκπαίδευσης, απασχόλησης ή κατάρτισης) ξεπερνά το 11% σε αρκετές χώρες, αντανακλώντας μια ευρύτερη κρίση προσαρμογής του εκπαιδευτικού και επαγγελματικού συστήματος στις ανάγκες της νέας γενιάς.
Αντίθετα, η συμμετοχή των ατόμων ηλικίας 45-64 ετών αυξάνεται σταθερά. Στην Ελλάδα, καταγράφεται άνοδος της τάξης του 3,6% στο πρώτο τρίμηνο του 2025, γεγονός που δείχνει την αξία της εμπειρίας, αλλά και την επιτακτική ανάγκη διατήρησης της απασχόλησης σε συνθήκες δημογραφικής γήρανσης.
Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της ελληνικής αγοράς είναι η αδυναμία του κράτους να στηρίξει ουσιαστικά οικογένειες με εξαρτώμενα μέλη. Η έλλειψη επαρκών και προσβάσιμων δομών παιδικής και ηλικιωμένης φροντίδας, η περιορισμένη ανάπτυξη ευέλικτων μορφών απασχόλησης και το υψηλό μη μισθολογικό κόστος, λειτουργούν ως αντικίνητρα για την ένταξη -ιδίως των γυναικών-στην αγορά εργασίας.
Επιπλέον, η ποιότητα της απασχόλησης παραμένει ζητούμενο. Μεγάλο μέρος των νέων εργάζεται υπό καθεστώς επισφάλειας, με χαμηλές αποδοχές, περιορισμένα δικαιώματα και ελάχιστες προοπτικές εξέλιξης. Η ανεπίσημη εργασία, η μερική απασχόληση χωρίς προοπτική και η επαγγελματική στασιμότητα επιδεινώνουν την εικόνα και υπονομεύουν την κοινωνική κινητικότητα.
Η γήρανση του πληθυσμού εντείνει την ανάγκη πλήρους αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού. Σε ένα δημογραφικό περιβάλλον όπου οι γεννήσεις μειώνονται και οι ανάγκες αυξάνονται, η ενεργοποίηση όσων σήμερα μένουν εκτός αγοράς –είτε λόγω φύλου, είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω οικογενειακών ρόλων– δεν είναι απλώς επιθυμητή, αλλά αναγκαία.
Ο μακροπρόθεσμος στόχος για την Ελλάδα είναι η σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές επιδόσεις όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά. Να μειωθούν η ανεργία και οι κοινωνικές ανισότητες, αλλά και να αναβαθμιστεί η ποιότητα των θέσεων εργασίας, δημιουργώντας ένα σύστημα βιώσιμο, δίκαιο και προσαρμοσμένο στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας.