Ούτε λίγο ούτε πολύ μια στις δύο μικρομεσαίες επιχειρήσεις που πραγματοποίησαν οποιαδήποτε επένδυση το 2024, αυτή δεν ξεπέρασε τις 5.000 ευρώ (!), σύμφωνα με όσα καταγράφει η ετήσια έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το 2024, η οποία για 6η φορά συνεχίζει τη συστηματική αποτύπωση και ανάλυση των βασικών εξελίξεων που επηρεάζουν το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται οι πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Κατά κανόνα η χρηματοδότηση των επενδύσεων έγινε με ίδια κεφάλαια, ενώ αυτές αφορούσαν τεχνολογικό εξοπλισμό, ψηφιακές τεχνολογίες και μηχανολογικό εξοπλισμό.

Τομείς επενδύσεων
Ειδικότερα, το ποσοστό των επιχειρήσεων που υλοποίησε κάποιου είδους επένδυση υποχώρησε ελαφρά το 2024 έναντι του 2023, παραμένοντας όμως σε σχετικά υψηλά επίπεδα καθώς περισσότερες από 1 στις 3 επιχειρήσεις πραγματοποίησε κάποιου είδους επένδυση στο πρώτο (34,1%) ή το δεύτερο (32,2%) εξάμηνο του 2024, όπως και την προηγούμενη χρονιά.
Σε ό,τι αφορά το είδος της επένδυσης, παρατηρείται αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων που επένδυσαν σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές τεχνολογίες ενώ υποχώρηση των επενδύσεων σημειώνεται σε όλες τις άλλες κατηγορίες.
Έως 5.000 ευρώ
Οι περισσότερες επενδύσεις παραμένουν μικρής κλίμακας, δεδομένου ότι η συντριπτική τους πλειονότητα χρηματοδοτείται από ίδιους πόρους. Συγκεκριμένα για 1 στις 2 επιχειρήσεις, που πραγματοποίησαν οποιαδήποτε επένδυση το 2024, αυτή δεν ξεπέρασε τις 5.000 ευρώ.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία των ερευνών του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, περισσότερες από 1 στις 5 επιχειρήσεις επένδυσαν σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές επενδύσεις (π.χ. λογισμικό, ψηφιακές συσκευές και εφαρμογές), λιγότερες από 1 στις 5 σε μηχανολογικό εξοπλισμό και λοιπά μηχανήματα και λιγότερες από 1 στις 10 σε κτηριακές εγκαταστάσεις -λοιπό εξοπλισμό και σε κατάρτιση – εκπαίδευση προσωπικού (π.χ. συστήματα πιστοποίησης οργάνωσης και λειτουργίας).
Υστέρηση στην ανάπτυξη
Οι περιορισμένης κλίμακας επενδύσεις, που πραγματοποιούν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, είναι σαφές ότι επιδρούν αρνητικά στη θέση τους στην αγορά που
δραστηριοποιούνται και περιορίζουν ή καθυστερούν χρονικά τις υπαρκτές δυνατότητες ανάπτυξής τους.
«Η διαχρονική, πλέον δεκαπενταετής, αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοδοτικά εργαλεία, λόγω του αποκλεισμού της συντριπτικής τους πλειονότητας από το τραπεζικό σύστημα και τους κύριους ευρωπαϊκούς αναπτυξιακούς πόρους, καθιστά μονόδρομο την αυτοχρηματοδότηση για την ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισμό και την επέκτασή τους», τονίζεται στην έκθεση.

Με ίδια κεφάλαια
Τα ίδια κεφάλαια αποτελούν διαχρονικά τη βασική πηγή χρηματοδότησης για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις σε ποσοστό που υπερβαίνει το 80%, ακολουθούν με απόσταση τα προγράμματα χρηματοδότησης και ο τραπεζικός δανεισμός.
Επιπλέον, όπως σημειώνει η έκθεση, συνεχίζεται για μια ακόμη χρονιά η συσχέτιση των επενδύσεων και του ύψους αυτών ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης με όρους αριθμού εργαζομένων και κύκλου εργασιών. Οι επιχειρήσεις που καταγράφουν μεγαλύτερο κύκλο εργασιών και διατηρούν περισσότερες ενεργές θέσεις εργασίας, είναι σε θέση προφανώς να συγκεντρώσουν και τα αναγκαία κεφάλαια αυτοχρηματοδότησης των επενδύσεών τους, σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις που υπολείπονται σε αυτά τα δύο μεγέθη, γεγονός που θέτει και μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με τη στόχευση μετάβασης του συνόλου των επιχειρήσεων σε πρακτικές πιο φιλικές προς το
περιβάλλον, ακόμα και αν το επιθυμούν.
Αντίθετα, οι οικονομικοί περιορισμοί θέτουν ζητήματα βιωσιμότητας για τις πιο ασθενείς οικονομικά επιχειρήσεις στο ενδεχόμενο μιας επόμενης
κρίσης, ό,τι χαρακτηριστικά και αν έχει αυτή.