Το ότι η Ελλάδα γερνάει και μάλιστα με ταχείς ρυθμούς, δεν είναι μυστικό. Ωστόσο, η αποτύπωση της κατάστασης σε αριθμούς προκαλεί σοκ και αναμφίβολα εισάγει νέα δεδομένα στο σχεδιασμό των συναρμόδιων υπουργείων.
Σύμφωνα με μελέτη του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων, σήμερα η Ελλάδα – εκτός από μια σχετικά γερασμένη χώρα (σχεδόν το 23% των κατοίκων της είναι άνω των 65 ετών, ενώ το 2023, οι 65+ ήταν σχεδόν 1 εκατομμύριο περισσότεροι από τους νέους 0-14 ετών) – καταγράφει από τους χαμηλότερους ετήσιους δείκτες γονιμότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη διαγενεακή γονιμότητα να κινείται στα 1,3-1,4 παιδιά/γυναίκα (στις γενεές που γεννήθηκαν γύρω από το 1980), δηλαδή, υπολείπεται σημαντικά του ορίου αναπαραγωγής (2,07 παιδιά/γυναίκα).
Παρατηρείται, επίσης, η προοδευτική αύξηση των ποσοστών ατεκνίας, τα οποία, για τις γενεές γύρω από το 1980, αφορούν πλέον περίπου 1 στα 5 άτομα. Καθώς, όμως, το σύστημα «πληθυσμός» χαρακτηρίζεται από σημαντικές αδράνειες, η μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας τις επόμενες τρείς δεκαετίες θα συνεχιστεί, η δημογραφική του γήρανση επίσης, και το πρόσημο του ισοζυγίου γεννήσεων –θανάτων θα παραμείνει αρνητικό μέχρι το 2050.
Τα αίτια
Το γιατί μειώνονται οι γεννήσεις τις τελευταίες δεκαετίες, απαντάται κατ’ αρχάς στο πεδίο της Δημογραφίας:
- Μειώνεται συνολικά το πλήθος των γεννήσεων, γιατί μειώνεται το πλήθος των παιδιών ανά γυναίκα (η συγχρονική γονιμότητα στην Ελλάδα δεν ξεπερνά πλέον τα 1,4 παιδιά/γυναίκα).
- Ο πληθυσμός αναπαραγωγικής ηλικίας (δηλαδή 15-49 ετών), τις τελευταίες δεκαετίες, βαίνει μειούμενος, είναι πλέον μικρός, και, με βάση τις διαθέσιμες προβολές, θα μειωθεί περαιτέρω στο μέλλον. Ο συρρικνωμένος αυτός πληθυσμός μειώνεται επιπλέον και λόγω της φυγής από την Ελλάδα νέων ανθρώπων παραγωγικής και αναπαραγωγικής ηλικίας.
Ωστόσο, οι αιτίες της ταχείας γήρανσης θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στο κοινωνικοοικονομικό πεδίο.
Η «διαρροή εγκεφάλων» στο εξωτερικό αναδεικνύει το ζήτημα της εργασίας και των συνθηκών εργασίας στην Ελλάδα σε βασικό λόγο εγκατάλειψης της χώρας. Είναι προφανές, ωστόσο, ότι αυτό δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά σε αυτήν την κατηγορία, αλλά και άλλες κατηγορίες νέων εργαζόμενων. Όπως σημειώνει η μελέτη, κατά την εικοσαετία 1990-2009, με γοργούς ρυθμούς περιορίζεται ο ρόλος της πλήρους και σταθερής απασχόλησης στην Ελλάδα, υπέρ μιας μεγάλης ποικιλίας ευέλικτων μορφών εργασίας. Επιπλέον, «ελαστικοποιείται» ο εργάσιμος χρόνος, ενώ περιορίζεται η προστασία από τις απολύσεις. Χαμηλά αμειβόμενη εργασία, εκτεταμένη επισφάλεια, ευέλικτη εργασία, κ.ό.κ. έχουν – μεταξύ άλλων – σοβαρές επιπτώσεις και στην απορρύθμιση του πλαισίου διαμόρφωσης των μισθών, το οποίο διολισθαίνει συνεχώς προς τα γενικά κατώτατα επίπεδα.
Από τις αρχές του 2012 μέχρι τις αρχές του 2019, η μισθολογική συμπίεση των κατώτατων ορίων διατηρήθηκε αυτούσια (συμπίεση κατά 22% του κατώτατου μισθού σε σχέση με αυτόν που είχε προκύψει από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας), ενώ δημιουργήθηκε ο λεγόμενος «υποκατώτατος» μισθός για τους νέους έως 25 ετών συμπιεσμένος κατά 32%. Διαπιστώνεται από συγκριτικές έρευνες ότι, μέσα στη δεκαετία 2009- 2019, η Ελλάδα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη επιδείνωση των συνθηκών εργασίας στον ευρωπαϊκό χώρο.
Ειδικότερα σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας των νέων ηλικίας 17-34 ετών, πρόσφατη έρευνα κατέγραψε ότι 1 στα 3 άτομα δυσκολεύεται να καλύψει τις μηνιαίες ανάγκες του, ενώ ένα ποσοστό 12,2% συχνά αναγκάζεται να δανειστεί χρήματα για να ανταπεξέρθει στα έξοδα του μήνα. Είναι ενδιαφέρον ότι, σε σχέση με την τωρινή τους δουλειά, το 35,6% των νέων εργαζομένων θεωρούν ότι οι δεξιότητες τους είναι υψηλότερες απ’ αυτές που απαιτούνται για να κάνουν τη δουλειά τους, ποσοστό που φτάνει το 48,3% στους/ις κατόχους μεταπτυχιακού/διδακτορικού διπλώματος. Επιπλέον, το 30,9% των νέων δουλεύουν πάνω σε αντικείμενο άσχετο από αυτό που σπούδασαν. Παράλληλα, το 37,3% των νέων του δείγματος σκέφτονται να φύγουν στο εξωτερικό για να αναζητήσουν καλύτερη θέση εργασίας (14,4% απαντούν «Ναι», και 22,9% «μάλλον ναι»).
Στέγαση
Το ζήτημα της στέγασης, που αναδεικνύεται σε μείζον τα τελευταία χρόνια, έρχεται να προστεθεί στα παραπάνω. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, τα τελευταία χρόνια, καταγράφεται σημαντική μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα: από 74%, το 2014, σε 69,6%,το 2023. Ταυτόχρονα, το 2022, η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τον ενωσιακό μέσο όρο όσον αφορά τον μέσο αριθμό δωματίων ανά άτομο: 1,6 δωμάτια/άτομο στην ΕΕ έναντι 1,3 για την Ελλάδα.
Σε αυτό το δυσμενές πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό νεαρών ενηλίκων 18-34 ετών που ζουν με τους γονείς τους, όντας «μισθωτοί πλήρους απασχόλησης» (κατά δήλωσή τους), στην Ελλάδα ξεπερνά το 39% (έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου των 27 που είναι στο 37% και των χωρών της Ευρωζώνης που φτάνει το 34,8%). Το 2023, οι νέοι στην Ελλάδα άφησαν το σπίτι των γονιών τους στα 30,6 έτη κατά μέσο όρο, ενώ στην ΕΕ το κατά μέσο όρο σε ηλικία 26,3 ετών.
Η συμβίωση των νέων ζευγαριών αυξάνει, όμως, τις πιθανότητες έλευσης του πρώτου παιδιού και επιταχύνει τη δημιουργία οικογένειας. Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα αυξάνεται η ηλικία αποχώρησης από την οικογενειακή εστία, η μέση ηλικία στον γάμο και η αντίστοιχη στην απόκτηση των παιδιών. Αυτό, σωρευτικά, και σε συνδυασμό με άλλες αρνητικές παραμέτρους, έχει επιπτώσεις όχι μόνον στη δημιουργία οικογένειας και στην ηλικία τεκνοποίησης, αλλά και στον αριθμό των παιδιών που θα αποκτήσουν οι νεότερες γενεές. Επομένως, όταν η Πολιτεία κρούει των κώδωνα του κινδύνου για το «δημογραφικό» και την υπογεννητικότητα, οφείλει ταυτόχρονα να μεριμνήσει για το ζήτημα της στέγασης των νέων ενηλίκων, το οποίο ουδόλως είναι αμελητέο.
Κράτος πρόνοιας
Όπως σημειώνει η μελέτη, εκτός των άλλων, οι δαπάνες για οικογενειακές πολιτικές βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο της ΕΕ, τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και σε κατά κεφαλήν όρους. Επίσης, ενώ τα εφάπαξ οικογενειακά επιδόματα βρίσκονται σε σχετικά υψηλό επίπεδο, η Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ όσον αφορά τα περιοδικά επιδόματα σε χρήμα για την οικογένεια και το παιδί, καθώς και σε κατά κεφαλήν δαπάνες για τις παροχές σε είδος.
Γενικότερα, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 2015, ανάμεσα στις 36 εξεταζόμενες χώρες, η Ελλάδα βρισκόταν στην προ-τελευταία θέση (πριν από την Τουρκία) σε ό,τι αφορά δημόσιες μεταφορές σε χρήμα, υπηρεσίες και φορολογικές διευκολύνσεις. Και, ταυτόχρονα, βρισκόταν στην τελευταία θέση, σε σχέση με τις δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση και την φροντίδα στην πρώιμη παιδική ηλικία. Επιπρόσθετα, στην Ελλάδα, είναι ιδιαίτερα υψηλό το επίπεδο των άμεσων ιδιωτικών δαπανών για την υγεία, καθώς και για τη δημόσια φαρμακευτική και νοσοκομειακή δαπάνη. Σε σύγκριση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, είναι πολύ χαμηλή η δημόσια δαπάνη για μακροχρόνια φροντίδα, πρόληψη και πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας.