Παρά την ονομαστική αύξηση του κύκλου εργασιών κατά 1,2% στο λιανικό εμπόριο (εξαιρουμένων τροφίμων, καυσίμων και οχημάτων) το Α’ τρίμηνο του 2025, τα στοιχεία της ΕΣΕΕ καταρρίπτουν τις όποιες αυταπάτες ανάκαμψης. Η μικρή αύξηση κατά +68 εκατ. ευρώ φαντάζει θετική μόνο επιφανειακά. Ο πληθωρισμός, στο ίδιο διάστημα, κινήθηκε υψηλότερα (+2,6%), καθιστώντας τη φαινομενική άνοδο στην ουσία… υποχώρηση. Ο όγκος πωλήσεων σε πραγματικές τιμές ήταν χαμηλότερος από τον αντίστοιχο του 2024, και αυτό είναι μόνο η αρχή της ανάλυσης.
Τι κρύβεται πίσω από τους αριθμούς
Πέρα από τη φαινομενική στασιμότητα, το σημαντικότερο πρόβλημα βρίσκεται στη δυναμική του κόστους. Οι εμπορικές επιχειρήσεις καλούνται να ανταποκριθούν σε αυξανόμενα πάγια έξοδα, χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση στα έσοδα. Όπως τόνισε ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Σταύρος Καφούνης «η πραγματικότητα του εμπορίου σήμερα είναι ένας αγώνας επιβίωσης και όχι ανάπτυξη».
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, βασικός κορμός της ελληνικής αγοράς, εμφανίζουν πτώση στον τζίρο κατά -1,1% και απώλεια μεριδίου στην αγορά, από 77,5% σε 75,7%. Αντιθέτως, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις εμφανίζουν σαφώς καλύτερες αντοχές και επιδόσεις, εντείνοντας την ανισορροπία του οικοσυστήματος.
Το νέο πρόσωπο της κατανάλωσης
Η καταναλωτική συμπεριφορά μετατοπίζεται με τρόπο που πρέπει να ανησυχεί. Η άνοδος των αγορών από υπαίθριους πάγκους και μεταχειρισμένα είδη υποδηλώνει μια σαφή τάση: οι καταναλωτές αναζητούν φθηνές εναλλακτικές, όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη. Αυτή η εξέλιξη είναι ενδεικτική των πιέσεων που δέχεται το διαθέσιμο εισόδημα και του ευρύτερου οικονομικού κλίματος.
Επιπλέον, οι μεγαλύτερες αυξήσεις σε απόλυτα μεγέθη παρατηρήθηκαν σε τομείς που σχετίζονται με βασικές ή ευκαιριακές ανάγκες: φαρμακευτικά είδη (+40,9 εκ.), παιχνίδια (+32,9 εκ.) και είδη οικιακής χρήσης (+28,4 εκ.). Σε ποσοστιαίες μεταβολές, ξεχωρίζουν τα μεταχειρισμένα είδη (+30,7%) και οι υπαίθριοι πάγκοι (+33,4%).
Η γεωγραφική εικόνα της αγοράς
Η καταγραφή ανά Περιφέρεια ενισχύει την εικόνα της ασύμμετρης ανάκαμψης. Αττική και Κρήτη παρουσιάζουν σχετική ανθεκτικότητα, με αυξήσεις 2,9% και 3,4% αντίστοιχα, ωστόσο άλλες περιοχές υποχωρούν αισθητά: το Νότιο Αιγαίο καταγράφει πτώση -4,4%, ενώ η Θεσσαλία ακολουθεί με -4,0%.
Η μεταβολή δεν σχετίζεται μόνο με την τοπική κατανάλωση αλλά και με τη διαθεσιμότητα επιχειρηματικής χρηματοδότησης, τουριστικής ροής και υποδομών. Η ψαλίδα διευρύνεται.
Σύγκριση του Α’ τριμήνου με το Δ’
Αξιοσημείωτη είναι και η μεταβολή μεταξύ Δ’ τριμήνου 2024 και Α’ τριμήνου 2025, όπου παρατηρείται πτώση της τάξης του -25% ή -1,9 δισ. ευρώ. Η εποχικότητα εξηγεί εν μέρει την πτώση, ωστόσο δεν αρκεί. Παράγοντες όπως η διεθνής αστάθεια, η ανησυχία για εμπορικούς δασμούς, η αύξηση του κόστους πρώτων υλών και η ανασφάλεια του καταναλωτικού κοινού επιβαρύνουν περαιτέρω την κατάσταση.
Ο Σταύρος Καφούνης δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας: αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα για φορολογικές ελαφρύνσεις, δικαιότερες ρυθμίσεις οφειλών και ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση για ΜμΕ, η πορεία θα γίνει μη αναστρέψιμη. Το εμπόριο χρειάζεται παρεμβάσεις με ουσία και πολιτική βούληση – όχι διακηρύξεις.
Οι παρεμβάσεις αυτές δεν είναι απλώς στήριξη ενός κλάδου. Είναι θεμέλιο για τη διατήρηση της μεσαίας τάξης, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή.
Η ανάλυση της ΕΣΕΕ αποτυπώνει όχι απλώς την κόπωση του εμπορίου αλλά την αρχή μιας οργανικής κρίσης για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το ότι ο τζίρος αυξάνεται ονομαστικά αλλά μειώνεται ουσιαστικά είναι μια από τις πιο επικίνδυνες παγίδες: η ύφεση δεν χτυπά πάντα με έντονα νούμερα, αλλά με σιωπηλές, διαβρωτικές μεταβολές.
Αν το πολιτικό σύστημα επιθυμεί να κρατήσει ενεργό το μεγαλύτερο μέρος του εμπορικού κόσμου της χώρας, το 2025 πρέπει να είναι χρονιά πράξεων, όχι διαπιστώσεων.