Ο τουρισμός, ως μία από τις σημαντικότερες πηγές εισοδήματος και ανάπτυξης για τη χώρα μας, έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε έναν παράγοντα με τεράστιο αποτύπωμα στη χρήση φυσικών πόρων, και ιδιαίτερα του νερού. Η ραγδαία αύξηση του αριθμού των επισκεπτών, που σε ορισμένες περιφέρειες υπερβαίνει κατά πολύ τον τοπικό πληθυσμό, επιβαρύνει σοβαρά τα συστήματα ύδρευσης, τα οποία συχνά έχουν σχεδιαστεί για μικρότερο πληθυσμό και παλαιότερες συνθήκες. Από το 2001 έως το 2022, οι ποσότητες νερού που χρησιμοποιούνται για ύδρευση έχουν αυξηθεί κατά 139%, με τον τουριστικό τομέα να αποτελεί βασικό παράγοντα αυτής της μεταβολής. Το πρόβλημα είναι εντονότερο σε νησιωτικές περιοχές ή σε περιοχές με περιορισμένους υδατικούς πόρους, όπως οι Κυκλάδες, όπου η ζήτηση το καλοκαίρι υπερδιπλασιάζεται και η προσφορά νερού είναι περιορισμένη λόγω γεωλογίας και μικρής επιφανειακής αποθήκευσης νερού.
Η κατάσταση γίνεται πιο δύσκολη από την αναποτελεσματικότητα των δικτύων ύδρευσης, τα οποία παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά διαρροών. Εκτιμάται ότι περίπου το 50% του νερού χάνεται κατά τη μεταφορά του από τις πηγές προς τους καταναλωτές, γεγονός που σημαίνει ότι το νερό που καταναλώνεται στην πραγματικότητα είναι πολύ λιγότερο από αυτό που αντλείται, με συνέπεια να αντλούνται ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες για να καλυφθούν οι ίδιες ανάγκες. Σε πολλούς τουριστικούς προορισμούς, η αύξηση της κατανάλωσης φτάνει σε τέτοιο βαθμό ώστε να τίθενται σε κίνδυνο οι βασικές ανάγκες ύδρευσης των μόνιμων κατοίκων, ενώ οι υποδομές δεν αντέχουν τις περιόδους αιχμής της ζήτησης, με αποτέλεσμα να καταγράφονται φαινόμενα λειψυδρίας σε περιόδους υψηλής τουριστικής κίνησης. Η διαχείριση αυτής της κατάστασης γίνεται ακόμα πιο δύσκολη εξαιτίας της εποχικότητας του τουρισμού, που συγκεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στους θερινούς μήνες, δηλαδή ακριβώς την περίοδο κατά την οποία οι βροχοπτώσεις είναι ελάχιστες και οι ανάγκες ύδρευσης και άρδευσης είναι οι μέγιστες.
Στον αγροτικό τομέα, η κατάσταση δεν είναι λιγότερο κρίσιμη. Η γεωργία είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής νερού στη χώρα, χρησιμοποιώντας το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των διαθέσιμων υδατικών πόρων, κυρίως για άρδευση. Η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση στη χρήση νερού ανά εκτάριο αρδευόμενης γης, ενώ η ποσότητα αυτή είναι πολλαπλάσια σε σχέση με άλλες μεσογειακές χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοιες κλιματικές συνθήκες.
Παρά το γεγονός ότι έχουν μειωθεί οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις, η συνολική χρήση νερού για άρδευση δεν έχει παρουσιάσει αντίστοιχη μείωση. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους, όπως η αύξηση της θερμοκρασίας, που κάνει απαραίτητη την περισσότερη χρήση νερού για τις ίδιες καλλιέργειες, καθώς και η αλλαγή σε ποικιλίες που είναι πιο αποδοτικές, αλλά πιο απαιτητικές σε νερό. Οι γεωργοί συχνά δεν διαθέτουν τα μέσα ή τα οικονομικά κίνητρα για να επενδύσουν σε σύγχρονα συστήματα άρδευσης, όπως τοπική άρδευση ή σταγόνα-σταγόνα, με αποτέλεσμα να γίνεται σπατάλη νερού μέσω παραδοσιακών και αναποτελεσματικών μεθόδων, όπως η άρδευση με αυλάκια.
Τα περισσότερα δίκτυα άρδευσης είναι γερασμένα, με ηλικία που ξεπερνά τις δύο δεκαετίες, και παρουσιάζουν σοβαρές απώλειες. Η έλλειψη επαρκών επενδύσεων στις αγροτικές υποδομές, σε συνδυασμό με τις ανεπαρκείς πολιτικές διαχείρισης του νερού, έχουν διαμορφώσει ένα τοπίο όπου η κατανάλωση συνεχίζει να αυξάνεται, ενώ οι υδατικοί πόροι μειώνονται.
Το φαινόμενο της υπερεκμετάλλευσης των υπόγειων υδάτων, τόσο από γεωργούς όσο και από τουριστικές μονάδες, έχει προκαλέσει σε πολλές περιοχές την υφαλμύριση των υδροφορέων, δηλαδή την εισροή θαλασσινού νερού σε πηγές πόσιμου νερού, καθιστώντας το μη πόσιμο και αναγκάζοντας τους τοπικούς φορείς να καταφεύγουν σε κοστοβόρες λύσεις, όπως η μεταφορά νερού ή η εγκατάσταση μονάδων αφαλάτωσης. Η άντληση υπόγειου νερού αυξήθηκε κατά 80% από το 2000 έως το 2022, ενώ η χρήση επιφανειακών υδάτων μειώθηκε κατά 40%. Παράλληλα, οι ταμιευτήρες των υδροηλεκτρικών φραγμάτων, που αποτελούν βασική πηγή νερού για άρδευση και ύδρευση, βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, ακόμα και μετά από περιόδους αυξημένων βροχοπτώσεων, γεγονός που υποδεικνύει ότι η διαχείριση των αποθεμάτων δεν είναι επαρκής και ότι η κατανάλωση υπερβαίνει τις δυνατότητες αναπλήρωσης.
Η κατάσταση αυτή αναδεικνύει με τον πλέον επείγοντα τρόπο την ανάγκη για ολιστική αναθεώρηση της στρατηγικής διαχείρισης του νερού στην Ελλάδα. Ο τουρισμός και η γεωργία, δύο από τους σημαντικότερους τομείς της ελληνικής οικονομίας, βρίσκονται ταυτόχρονα στο επίκεντρο του προβλήματος και της λύσης. Χωρίς στοχευμένες πολιτικές, επενδύσεις σε σύγχρονες υποδομές, έλεγχο της κατανάλωσης και προώθηση βιώσιμων πρακτικών, η λειψυδρία θα συνεχίσει να υπονομεύει όχι μόνο την ανάπτυξη, αλλά και την κοινωνική και περιβαλλοντική σταθερότητα της χώρας.