Γράφει ο Αντώνης Ζαμπέλας, Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου, Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ), Μέλος Διοικητικού Συμβουλίου Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφάλειας Τροφίμων (European Food Safety Authority, EFSA), Καθηγητής Διατροφής του Ανθρώπου, Εργαστήριο Διαιτολογίας και Ποιότητας Ζωής, Τμήμα Επιστήμης Τροφίμων και Διατροφής του Ανθρώπου, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών & Honorary Professor, Division of Medicine, Faculty of Medical Sciences, University College London, UK
- Εισαγωγή: Το σύστημα τροφίμων στην εποχή της κλιματικής κρίσης
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί σήμερα έναν από τους σημαντικότερους καταλύτες διαμόρφωσης των παγκόσμιων συστημάτων τροφίμων, φέρνοντας στην επιφάνεια μία σειρά από μεταβολές, απειλές αλλά και προοπτικές επαναπροσδιορισμού (Εικόνα 1).
Εικόνα 1. Το φαινόμενο του Θερμοκηπίου και ανθρώπινες δραστηριότητες που το επηρεάζουν.
Η διεθνής επιστημονική κοινότητα έχει αναγνωρίσει πως η αγροδιατροφική παραγωγή δεν είναι μόνο θύμα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, αλλά και ένας από τους βασικούς συντελεστές της. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα συστήματα τροφίμων ευθύνονται για περίπου 37% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την καλλιέργεια, την κτηνοτροφία, την επεξεργασία και τη διακίνηση τροφίμων να συνιστούν σημαντικές πηγές ρύπανσης και απορρόφησης φυσικών πόρων.
Η αλληλεξάρτηση μεταξύ διατροφικών συνηθειών, αγροτικής πολιτικής, οικοσυστημάτων και κλιματικής δυναμικής επιβάλλει μια διεπιστημονική προσέγγιση, ικανή να ερμηνεύσει και να επανασχεδιάσει το μέλλον της παραγωγής και κατανάλωσης τροφίμων. Η επιδείνωση των ακραίων καιρικών φαινομένων, η αύξηση της θερμοκρασίας, οι μεταβολές στις ζώνες καλλιέργειας και η απώλεια βιοποικιλότητας έχουν άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στην ασφάλεια τροφίμων και στη δημόσια υγεία. Παράλληλα, η παγκόσμια ζήτηση για τροφή συνεχώς αυξάνεται, με την πληθυσμιακή έκρηξη και την ταχεία αστικοποίηση να εντείνουν τις πιέσεις στο ήδη εύθραυστο σύστημα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ελληνικό πλαίσιο, όπου η γεωργία, η κτηνοτροφία και η μεταποίηση τροφίμων αποτελούν βασικούς οικονομικούς πυλώνες. Ωστόσο, οι περιβαλλοντικές προκλήσεις — όπως η ξηρασία, οι πλημμύρες και οι δασικές πυρκαγιές — συνδυάζονται με κοινωνικές και θεσμικές αδυναμίες, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο πλέγμα ρίσκου που απαιτεί στρατηγικές παρέμβασης και μετασχηματισμού.
Στο παρακάτω γράφημα (Εικόνα 2), από τη U.S. Environmental Protection Agency, απεικονίζεται η παγκόσμια συμβολή των διαφόρων αερίων του θερμοκηπίου αλλά και η συμβολή συγκεκριμένων χωρών στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (2020).
Εικόνα 2. Συμβολή συγκεκριμένων χωρών στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και ποσοστιαία συμβολή των διαφόρων αερίων στις συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Το παρόν άρθρο επιδιώκει να διερευνήσει, μέσα από πολυπαραγοντικές αναλύσεις και τεκμηριωμένες πηγές, τη σχέση μεταξύ κλιματικής αλλαγής και συστημάτων τροφίμων, αναδεικνύοντας τις συνέπειες, τις προσαρμοστικές στρατηγικές και τις μελλοντικές προοπτικές για έναν πιο βιώσιμο αγροδιατροφικό κόσμο.
- Το σύστημα τροφίμων ως πηγή εκπομπών και περιβαλλοντικής πίεσης
Το σύγχρονο σύστημα τροφίμων είναι ένας περίπλοκος ιστός δραστηριοτήτων που εκτείνεται από την πρωτογενή παραγωγή μέχρι την τελική κατανάλωση, και η επίδρασή του στο περιβάλλον είναι πολυεπίπεδη (Εικόνα 3).
Η παραγωγή τροφίμων είναι υπεύθυνη για ένα εντυπωσιακά υψηλό ποσοστό των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Αυτή η συμβολή δεν περιορίζεται μόνο στις αγροτικές δραστηριότητες καθαυτές, αλλά εκτείνεται στην αλυσίδα εφοδιασμού, στη βιομηχανική μεταποίηση, στη συσκευασία και στα δίκτυα διανομής και λιανικής πώλησης.
Η αγροτική παραγωγή συνιστά την αφετηρία ενός περιβαλλοντικά φορτισμένου κύκλου. Οι εντατικές καλλιέργειες βασίζονται συχνά στη χρήση χημικών λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και μεγάλων ποσοτήτων νερού, με αποτέλεσμα να επιβαρύνουν τα υδάτινα οικοσυστήματα και να εκλύουν στην ατμόσφαιρα υποξείδιο του αζώτου, ένα αέριο με ισχυρό θερμοκηπιακό δυναμικό. Παράλληλα, η εκτροφή ζώων για την παραγωγή κρέατος, γαλακτοκομικών και άλλων ζωικών προϊόντων οδηγεί σε υψηλές εκπομπές μεθανίου, κυρίως μέσω της πεπτικής ζύμωσης στα μηρυκαστικά. Το μεθάνιο, λόγω της ιδιαίτερης χημικής του σύνθεσης, δρα πολλαπλάσια της ποσότητας του διοξειδίου του άνθρακα όσον αφορά την παγίδευση θερμότητας στην ατμόσφαιρα.
Εικόνα 3. Δραστηριότητες Συστημάτων Τροφίμων και παράγοντες που τις επηρεάζουν και άλλοι από τους οποίους επηρεάζονται.
Η αποψίλωση των δασών για την επέκταση των καλλιεργειών ή των βοσκοτόπων αποτελεί έναν ακόμη κρίσιμο παράγοντα. Το φαινόμενο αυτό δεν αφορά μόνο τις τροπικές περιοχές, αλλά παρατηρείται σε όλο και περισσότερες ζώνες, ως συνέπεια των μεταβαλλόμενων εμπορικών και διατροφικών απαιτήσεων. Τα δάση, που λειτουργούν ως φυσικοί καταναλωτές CO₂, χάνουν τη δυνατότητα να απορροφούν άνθρακα, ενώ παράλληλα η καύση ή η αποσύνθεση της φυτικής ύλης απελευθερώνει επιπλέον ποσότητες CO₂ στην ατμόσφαιρα.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η επιβάρυνση που προκαλεί η βιομηχανική επεξεργασία και η διανομή των τροφίμων. Η χρήση ενέργειας για την ψύξη, τη συσκευασία, τη μεταφορά και την αποθήκευση προϊόντων διατροφής – ιδίως στα συστήματα μεγάλης κλίμακας – επιφέρει πρόσθετες εκπομπές, κυρίως από την καύση ορυκτών καυσίμων. Το πρόβλημα οξύνεται ακόμη περισσότερο όταν εξεταστεί η αλληλεξάρτηση των διεθνών αλυσίδων εφοδιασμού, καθώς μεγάλο μέρος των εισαγόμενων τροφίμων μεταφέρεται σε μεγάλες αποστάσεις με πλοία, φορτηγά ή αεροπλάνα, εντείνοντας το ενεργειακό αποτύπωμα.
Σε επίπεδο χωρών, τα δεδομένα δείχνουν ότι οι μεγαλύτεροι εκπομποί αερίων από το σύστημα τροφίμων είναι η Κίνα, η Ινδία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ακολουθούν σε απόσταση. Αυτοί οι αριθμοί προκύπτουν από τη συνδυαστική συνεισφορά των εκπομπών που σχετίζονται με γεωργικές δραστηριότητες, την αποδάσωση και την απώλεια/σπατάλη τροφίμων. Ειδικά το φαινόμενο της σπατάλης τροφίμων, είτε πρόκειται για μη καταναλωμένα τρόφιμα είτε για εκείνα που χάνονται στην παραγωγή και διανομή, αποτελεί σημαντική πηγή εκπομπών. Η παραγωγή τροφίμων που τελικά ένα μέρος τους απορρίπτεται συνεπάγεται κατανάλωση ενέργειας, νερού και άλλων φυσικών πόρων χωρίς προσφορά διατροφικής αξίας, ενώ η απόρριψή τους οδηγεί και στην έκλυση μεθανίου από χώρους υγειονομικής ταφής.
Ταυτόχρονα, η συμβολή διαφόρων τύπων διατροφής στις εκπομπές αερίων διαφέρει δραστικά. Τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης είναι σαφώς πιο επιβαρυντικά, τόσο από άποψη εκπομπών όσο και από κατανάλωση εδαφικών και υδάτινων πόρων. Για παράδειγμα, η παραγωγή ενός τόνου πρωτεΐνης από βοδινό κρέας συνεπάγεται έως και δεκαπλάσιο αποτύπωμα σε διοξείδιο του άνθρακα συγκριτικά με τις φακές ή τα φασόλια. Αυτή η διαπίστωση ανοίγει το πεδίο για εξερεύνηση εναλλακτικών, λιγότερο επιβαρυντικών διατροφικών προτύπων.
Ορισμένες δραστηριότητες έχουν ιδιαίτερα αυξημένο αποτύπωμα άνθρακα:
- Ζωική παραγωγή: Η εντατική εκτροφή κυρίως βοοειδών, αλλά και αιγοπροβάτων και χοίρων σχετίζεται με εκπομπές μεθανίου (CH₄), αερίου με σημαντικά μεγαλύτερη θερμομονωτική ικανότητα από το διοξείδιο του άνθρακα (CO₂). Οι αζωτούχες ενώσεις που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές συμβάλλουν και στις εκπομπές υποξειδίου του αζώτου (N₂O).
- Αποψίλωση δασών: Για τη δημιουργία βοσκοτόπων ή καλλιεργήσιμων εκτάσεων, κυρίως στη Νότια Αμερική και την Υποσαχάρια Αφρική. Η απώλεια δασών συνεπάγεται μείωση της ικανότητας απορρόφησης CO₂.
- Μεταποίηση & μεταφορές: Η κατανάλωση ενέργειας σε εργοστάσια και ψυγεία, η χρήση πλαστικών συσκευασιών και η παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα αυξάνουν το αποτύπωμα
- Η παραγωγή βοδινού κρέατος απαιτεί έως και 180 φορές περισσότερο έδαφος και 3000 τόνους CO₂ ανά τόνο πρωτεΐνης σε σχέση με τα όσπρια.
- Αντίστοιχα, η χρήση φρέσκου νερού για ζωικά προϊόντα είναι εκθετικά μεγαλύτερη.
Παρότι τα στοιχεία είναι σαφή ως προς τη συμβολή του αγροδιατροφικού τομέα στην επιδείνωση της κλιματικής κρίσης, εντούτοις οι πολιτικές ανταπόκρισης παραμένουν περιορισμένες. Σύμφωνα με αναλύσεις της Climate Focus, λιγότερο από το 10% των Εθνικά Καθορισμένων Συνεισφορών (NDCs), δηλαδή των σχεδίων δράσης για το κλίμα που υποβάλλονται από τις χώρες στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού, περιλαμβάνουν δράσεις στα συστήματα τροφίμων. Ωστόσο, οι εν δυνάμει ωφέλειες είναι σημαντικές: ενσωματώνοντας την αγροτική παραγωγή, τη μεταποίηση και τις διατροφικές συνήθειες στα εθνικά σχέδια για την κλιματική προσαρμογή, είναι δυνατό να επιτευχθούν έως και 20% των απαιτούμενων παγκόσμιων μειώσεων εκπομπών έως το 2030.
Η πρόκληση, συνεπώς, έγκειται στον συνδυασμό της τεχνολογικής καινοτομίας, της διατροφικής ευαισθητοποίησης και των πολιτικών παρεμβάσεων ώστε να μειωθεί το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του διατροφικού μας μοντέλου χωρίς να διακυβευτεί η επισιτιστική επάρκεια. Η μετάβαση προς μια πιο βιώσιμη γεωργία, βασισμένη σε αρχές της αγροοικολογίας και της κυκλικής οικονομίας, αποτελεί ένα αναγκαίο και εφικτό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
- Επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην αγροτική παραγωγή και στα οικοσυστήματα
Η σύγχρονη γεωργία λειτουργεί εντός ενός περιβαλλοντικού πλαισίου που καθορίζεται όλο και περισσότερο από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η αλληλεξάρτηση των γεωργικών συστημάτων με το κλίμα είναι θεμελιώδης: οι καλλιεργητικές συνθήκες, οι αποδόσεις, η καταλληλότητα των εδαφών, η διαθεσιμότητα υδάτινων πόρων και η φυτοπροστασία ρυθμίζονται απόλυτα από τις κλιματικές παραμέτρους. Η μετατόπιση του κλίματος, όπως αυτή εκδηλώνεται μέσω της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας, της μεταβολής των βροχοπτώσεων, της όξυνσης των ακραίων καιρικών φαινομένων και της ανόδου της θερμοκρασίας των ωκεανών, μετασχηματίζει τις παραδοσιακές πρακτικές παραγωγής και απειλεί την επισιτιστική σταθερότητα εκατομμυρίων ανθρώπων (Εικόνα 4).
Εικόνα 4. Προβλεπόμενες μεταβολές στις αποδόσεις καλλιεργειών έως το 2050.
Ιδιαίτερα κρίσιμη είναι η παρατήρηση ότι οι επιπτώσεις αυτές δεν είναι ομοιογενείς ούτε προβλέψιμες. Αντιθέτως, αναδεικνύουν έντονες γεωγραφικές, γεωμορφολογικές και οικολογικές διαφοροποιήσεις. Στις περιοχές όπου επικρατεί ήδη υδατικό στρες —όπως η νότια Ευρώπη και οι χώρες της Μεσογείου— η πτώση της βροχόπτωσης συνδυάζεται με αυξημένες θερμοκρασίες, οδηγώντας σε υπερεξάτμιση, εδαφική υποβάθμιση και ερημοποίηση. Οι καλλιέργειες που βασίζονται σε χειμερινή ψύξη, όπως η μηλοκαλλιέργεια, η ροδακινιά και άλλες δενδρώδεις φυλλοβόλες ποικιλίες, εμφανίζουν καθυστέρηση ή αποτυχία στην είσοδο στο στάδιο άνθισης, με άμεσες συνέπειες στη στρεμματική απόδοση.
Η γεωργία είναι κατά βάση εξαρτώμενη από το κλίμα: η διάρκεια των καλλιεργητικών περιόδων, ο ρυθμός ανάπτυξης των φυτών, η γονιμότητα του εδάφους και οι βροχοπτώσεις συνθέτουν ένα λεπτομερές περιβαλλοντικό σύστημα ισορροπίας που διαταράσσεται με την άνοδο της θερμοκρασίας, τις μεταβολές στα υδρολογικά πρότυπα και την ένταση των ακραίων φυσικών φαινομένων. Οι πιο ευάλωτες περιοχές, ιδίως αυτές της Μεσογείου, αντιμετωπίζουν ήδη προβλήματα μειωμένης διαθεσιμότητας νερού, αύξησης των περιόδων ξηρασίας και σταδιακής ερημοποίησης, με αποτέλεσμα σημαντικές επιπτώσεις σε καλλιέργειες υψηλής οικονομικής σημασίας, όπως τα δημητριακά, τα φρούτα, τα ελαιόδεντρα και τα κηπευτικά.
Εξίσου ανησυχητική είναι η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στη θρεπτική αξία των τροφίμων. Πειραματικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι καλλιέργειες όπως το ρύζι, το σιτάρι και τα όσπρια παρουσιάζουν χαμηλότερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες, σίδηρο και ψευδάργυρο όταν καλλιεργούνται υπό συνθήκες αυξημένου διοξειδίου του άνθρακα. Αυτό σημαίνει ότι η διατροφική αξία των τροφίμων μπορεί να υποχωρήσει ακόμη κι αν η παραγόμενη ποσότητα παραμένει σταθερή. Αυτή η υποβάθμιση της ποιότητας συνιστά μια σιωπηρή, αλλά καίριας σημασίας απειλή, καθώς επηρεάζει τα βασικά θρεπτικά στοιχεία της ανθρώπινης διατροφής. Οι πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, που εξαρτώνται από δημητριακά για την κάλυψη των διατροφικών τους αναγκών, κινδυνεύουν στο μέλλον από λανθάνουσες μορφές υποσιτισμού και ανεπάρκειες σε βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία.
Παράλληλα, η γεωργική παραγωγή ευνοεί την εξάπλωση χωροκατακτητικών ειδών, παθογόνων και παρασίτων, τα οποία ενισχύονται από τις νέες κλιματικές συνθήκες. Η μεταβολή των κύκλων θερμοκρασίας και υγρασίας δημιουργεί συνθήκες που αυξάνουν τη συχνότητα και τη διάρκεια των επιδημιών φυτικών νόσων και εντόμων. Στην Ελλάδα, η εμφάνιση νέων ειδών εντόμων, όπως της Drosophila suzukii, καθώς και η ένταση των επιθέσεων από τον δάκο της ελιάς σε ζεστότερους και υγρότερους χειμώνες, αποτελούν σαφείς ενδείξεις της κλιματικής επίδρασης στη φυτοπροστασία.
Η κτηνοτροφία, από την άλλη πλευρά, βρίσκεται αντιμέτωπη με θερμικό στρες που επηρεάζει αρνητικά τη γονιμότητα των ζώων, τη γαλακτοπαραγωγή, καθώς και τη σωματική υγεία των κοπαδιών. Η εξασθένιση του ανοσοποιητικού των ζώων λόγω θερμικών καταπονήσεων οδηγεί σε αύξηση της χρήσης φαρμακευτικών επεμβάσεων, εντείνοντας το φαινόμενο της μικροβιακής ανθεκτικότητας — ένα πρόβλημα μείζονος σημασίας και για τη δημόσια υγεία. Οι αγρότες αναγκάζονται να τροποποιήσουν τον προγραμματισμό των εποχών εκτροφής, καθώς και τις πρακτικές στέγασης και διατροφής, γεγονός που επιβαρύνει οικονομικά τα εκτροφεία, ιδίως τα μικρού και μεσαίου μεγέθους. Η ανάγκη για αυξημένο κλιματισμό, παροχή νερού και διατροφικά ενισχυμένες ζωοτροφές οδηγεί σε μεγαλύτερα κόστη παραγωγής. Ταυτόχρονα, η εμφάνιση και εξάπλωση νέων παθογόνων μικροοργανισμών και παρασίτων που ευνοούνται από τις ανάγκη για αυξημένο κλιματισμό, παροχή νερού και διατροφικά ενισχυμένες ζωοτροφές οδηγεί σε μεγαλύτερα κόστη παραγωγής, οδηγεί δε επίσης σε μεγαλύτερη χρήση αντιβιοτικών και φαρμάκων, με αποτέλεσμα και σε αυτή την περίπτωση την πρόκληση φαινομένων μικροβιακής ανθεκτικότητας.
Ιδιαίτερο παράδειγμα αποτελεί η περιοχή της Θεσσαλίας, που συγκεντρώνει υψηλό ποσοστό της ελληνικής γεωργικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας. Οι καταστροφές από τις καταιγίδες «Ιανός» και «Daniel», με κορυφώσεις της βροχόπτωσης που υπερέβησαν τα 1000 mm σε διάστημα λίγων ημερών, κατέδειξαν την ευθραυστότητα του αγροδιατροφικού συστήματος στις κλιματικές διαταραχές. Οι απώλειες αφορούσαν όχι μόνο τις καλλιέργειες και τις υποδομές, αλλά και τα αποθέματα ζωοτροφών, τον υγειονομικό εξοπλισμό και τα δίκτυα ύδρευσης, θέτοντας εν αμφιβόλω την ικανότητα άμεσης αποκατάστασης των ζημιών και τη συνέχεια της παραγωγής.
Οι συστημικές επιπτώσεις επεκτείνονται επίσης στο θαλάσσιο περιβάλλον. Η αύξηση της θερμοκρασίας των υδάτων τροποποιεί τις συνθήκες αναπαραγωγής και μετανάστευσης πολλών αλιευμάτων, οδηγώντας στη μετατόπισή τους σε βορειότερες περιοχές. Η οξίνιση των ωκεανών επηρεάζει τους οργανισμούς με ασβεστολιθικούς σκελετούς, όπως τα οστρακοειδή, αλλά και τα χαμηλότερα επίπεδα της τροφικής αλυσίδας. Οι μεταβολές αυτές δεν επιδρούν μόνο στις οικολογικές ισορροπίες, αλλά και στην οικονομική ανθεκτικότητα παράκτιων κοινοτήτων και του αλιευτικού τομέα.
Η μελισσοκομία είναι ακόμη ένας κλάδος που επηρεάζεται βαθιά. Η μεταβολή των ανθοφοριών, η σύγχυση στον ετήσιο κύκλο των μελισσών και η αύξηση της έκθεσης σε φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται εντατικότερα υπό πίεση ασθενειών, οδηγούν σε μαζικές απώλειες μελισσών. Η υποβάθμιση αυτή έχει συνέπειες και στη φυτική παραγωγή, λόγω της μείωσης της επικονίασης, ενώ οι οικονομικές απώλειες για τους μελισσοκόμους εντείνουν τις κοινωνικές ανισότητες στον αγροτικό πληθυσμό.
Είναι σαφές επομένως ότι η κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί απλώς έναν εξωτερικό παράγοντα πίεσης, αλλά έναν πολλαπλασιαστή των υπαρχουσών ευαλωτοτήτων στα γεωργικά, οικονομικά και οικολογικά συστήματα. Οι παθογένειες του αγροδιατροφικού μοντέλου, όπως η εξάρτηση από μονοκαλλιέργειες, η εντατική χρήση φυσικών πόρων και η κατακερματισμένη αγροτική πολιτική, εντείνονται και αποκαλύπτονται υπό την πίεση του μεταβαλλόμενου κλίματος. Σε αυτό το περιβάλλον, η ανάγκη για προληπτική, προσαρμοστική και συλλογικά συντονισμένη δράση είναι αδιαμφισβήτητη.
- Επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην αγροτική παραγωγή και στα οικοσυστήματα
Η κλιματική αλλαγή έχει πάψει να είναι μια αφηρημένη απειλή του μέλλοντος· πλέον αποτελεί μια αμετάκλητη πραγματικότητα που μετασχηματίζει ήδη τον τρόπο με τον οποίο παράγονται, διανέμονται και καταναλώνονται τα τρόφιμα στον πλανήτη. Οι επιπτώσεις της επεκτείνονται σε όλο το εύρος των αγροδιατροφικών δραστηριοτήτων, καθιστώντας το σύστημα ευάλωτο, όχι μόνο περιβαλλοντικά αλλά και κοινωνικά και οικονομικά.
Η διαχείριση των φυσικών πόρων αποτελεί έτερο κομβικό σημείο. Η άρδευση γίνεται ολοένα και πιο αναγκαία, σε περιοχές όπου η βροχόπτωση δεν επαρκεί πλέον για την κάλυψη των υδατικών αναγκών των φυτών. Αυτό οδηγεί σε έντονη πίεση επί των υπόγειων υδροφορέων και ποτάμιων συστημάτων, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της αγροτικής βιοποικιλότητας και τη σταδιακή εξάντληση πολύτιμων φυσικών πόρων. Η χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων υπό καθεστώς κλιματικής αβεβαιότητας ενισχύει τη ρύπανση των εδαφών και των υδάτων, με αρνητικές επιδράσεις σε γειτονικά οικοσυστήματα και στην ανθρώπινη υγεία.
Σε περιοχές όπου η αγροτική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εξειδίκευση και τον γεωγραφικό προσδιορισμό των προϊόντων, η μεταβολή του κλίματος θέτει σε κίνδυνο την πολιτισμική ταυτότητα της παραγωγής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η καλλιέργεια της ελιάς στην Ελλάδα. Οι μεταβολές στη διάρκεια και την ένταση των εποχικών κύκλων επηρεάζουν το φαινόμενο της ανθοφορίας, την καρπόδεση και την περιεκτικότητα των ελιών σε ελαιόλαδο. Η μετατόπιση των συνθηκών ευδοκίμησης προς βορειότερες περιοχές, όπου δεν υπήρχε ιστορικά ελαιοκαλλιέργεια, εγείρει ερωτήματα για τη βιωσιμότητα παραδοσιακών ποικιλιών, όπως η κορωνέικη ή η τσουνάτη, και δημιουργεί συγκρουσιακές συνθήκες χρήσης γης με άλλες μορφές τοπικής οικονομίας.
Η μετασχηματισμένη οικολογία των επικονιαστών, και κυρίως των μελισσών, αποτελεί άλλο ένα κρίσιμο ζήτημα. Οι εντατικές καλλιέργειες και οι μονοκαλλιέργειες που προωθούνται υπό πίεση από την ανάγκη για αυξημένη παραγωγή, περιορίζουν τη διατροφική ποικιλία των επικονιαστών, ενώ οι αυξημένες θερμοκρασίες διαταράσσουν τον βιολογικό τους κύκλο. Το αποτέλεσμα είναι η αποδυνάμωση του ρόλου των μελισσών στην αναπαραγωγική διαδικασία των φυτών και η αποσύνδεση κρίσιμων βιολογικών συγχρονισμών. Οι απώλειες που καταγράφονται σε πληθυσμούς μελισσών τόσο στην Ευρώπη όσο και διεθνώς επηρεάζουν αρνητικά την απόδοση πληθώρας καλλιεργειών που εξαρτώνται από την επικονίαση, όπως τα πυρηνόκαρπα και τα κηπευτικά.
Ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής στον αγροτικό πληθυσμό είναι επίσης σημαντικός. Η αυξημένη αστάθεια, η αβεβαιότητα στις αποδόσεις, η πιθανότητα απώλειας εισοδήματος εξαιτίας φυσικών καταστροφών και η ανάγκη για επένδυση σε νέες τεχνολογίες ή ασφαλιστικά προϊόντα δημιουργούν ψυχολογική και κοινωνική πίεση στις αγροτικές κοινότητες. Οι νέοι διστάζουν να εμπλακούν στον αγροτικό τομέα, ενώ πολλοί μικροκαλλιεργητές αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη γη τους, οδηγώντας σε φαινόμενα αγροτικής αποανάπτυξης, γήρανσης του πληθυσμού και εντεινόμενης εξάρτησης από εισαγόμενα τρόφιμα.
Η γεωγραφική κατανομή των κατάλληλων για γεωργία ζωνών μετατοπίζεται ήδη προς βορειότερα πλάτη, αφήνοντας πίσω περιοχές που παραδοσιακά χαρακτηρίζονταν από υψηλή παραγωγικότητα. Σύμφωνα με προσομοιώσεις από το IPCC, έως το 2050, αναμένεται μείωση των αποδόσεων των βασικών καλλιεργειών (π.χ. σιταριού, ρυζιού, αραβοσίτου) έως και 25% σε περιοχές που σήμερα είναι «καρποί της Μεσογείου». Το φαινόμενο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία, των οποίων η διατροφική ταυτότητα και οικονομία εξαρτώνται από συγκεκριμένες καλλιέργειες.
Παράλληλα, η ένταση και η συχνότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων επηρεάζει δραστικά την σταθερότητα της παραγωγής, τόσο χρονικά όσο και ποιοτικά. Πλημμύρες, παρατεταμένοι καύσωνες, απότομες εναλλαγές θερμοκρασίας και ισχυρά φαινόμενα όπως ο χαλαζοπτώσεις και οι ανεμοθύελλες, προκαλούν αποσάθρωση της προβλεψιμότητας, αναγκάζοντας τους αγρότες να αντιμετωπίζουν με συνεχώς αυξανόμενο κόστος μια αυξανόμενη αβεβαιότητα.
Η θαλάσσια γεωργία και η αλιεία βρίσκονται επίσης σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Η αύξηση της θερμοκρασίας των θαλασσών έχει τροποποιήσει τις μεταναστευτικές διαδρομές και την αναπαραγωγική δυναμική πλήθους θαλάσσιων ειδών. Εισβολικά είδη, όπως ο λαγοκέφαλος και το λεοντόψαρο στη Μεσόγειο, έχουν μεταβάλει τη βιολογική ισορροπία, δυσχεραίνοντας τη βιωσιμότητα της παράκτιας αλιείας. Παράλληλα, η οξίνιση των ωκεανών, απόρροια της αυξημένης απορρόφησης CO₂, επηρεάζει τα κελύφη των οστρακοειδών και διαταράσσει την τροφική πυραμίδα.
Το κόστος της κλιματικής αναπροσαρμογής είναι, εν τέλει, και ψυχοκοινωνικό. Το στρες των αγροτών, η ανασφάλεια για τη βιωσιμότητα του επαγγέλματος, η ανάγκη για διαρκή τεχνολογική προσαρμογή και η μείωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς δημιουργούν ένα τοξικό περιβάλλον στις αγροτικές κοινότητες. Ο αποδεκατισμός της αγροτικής νεολαίας αποτελεί σαφή ένδειξη του αδιεξόδου.
Τέλος, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί και στη μεταβαλλόμενη συμπεριφορά των καταναλωτών, ως αντίδραση στον αυξανόμενο κίνδυνο. Η απαίτηση για σταθερότητα στην ποιότητα, τη διαθεσιμότητα και την τιμή των τροφίμων, συχνά ασκεί πίεση σε παραγωγούς να διατηρούν υψηλά επίπεδα παραγωγής ακόμη και υπό δυσμενείς κλιματικές συνθήκες γεγονός που καταλήγει σε εντατικοποίηση με υψηλό περιβαλλοντικό κόστος. Η πίεση αυτή μπορεί να διαχυθεί καθοδικά σε όλη την αλυσίδα παραγωγής, υπονομεύοντας μακροπρόθεσμα τη βιωσιμότητα του κλάδου.
Εν κατακλείδι, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην αγροτική παραγωγή δεν είναι μόνο φυσικές ή τεχνολογικές: είναι εξόχως διατομεακές, πολυπαραγοντικές και διαρθρωτικές. Προκαλούν ρωγμές στα θεμέλια των παραγωγικών μοντέλων, υπονομεύουν την επισιτιστική επάρκεια, απορρυθμίζουν τα αγροοικοσυστήματα και φέρνουν στο προσκήνιο την αναγκαιότητα για έναν ριζικό επανασχεδιασμό του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη αγροτική ανάπτυξη.
- Επισιτιστική επάρκεια και ανισότητες πρόσβασης στα τρόφιμα υπό συνθήκες κλιματικής κρίσης
Η επισιτιστική επάρκεια αποτελεί πλέον καθοριστικό δείκτη ευρωστίας κάθε κράτους. Δεν πρόκειται απλώς για την επάρκεια σε θερμίδες, αλλά για την ποιότητα, την ποικιλία, την κοινωνική πρόσβαση και την ανθεκτικότητα απέναντι σε απειλές. Η κλιματική κρίση, σε συνδυασμό με οικονομικές και γεωπολιτικές εντάσεις, διαμορφώνει έναν παγκόσμιο χάρτη διατροφικής ανισότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, χώρες με χαμηλό γεωργικό πλεόνασμα και υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές καθίστανται ιδιαιτέρως ευάλωτες.
Η έννοια της επισιτιστικής επάρκειας έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια από την απλή διαθεσιμότητα τροφίμων σε μια πολυπαραγοντική κατάσταση που περιλαμβάνει και την πρόσβαση, τη χρηστική αξία, τη σταθερότητα και το πολιτισμικό πλαίσιο της διατροφής. Ορίζεται πλέον ως η εξασφάλιση ότι όλοι οι άνθρωποι, ανά πάσα στιγμή, έχουν φυσική, κοινωνική και οικονομική πρόσβαση σε επαρκή, ασφαλή και θρεπτικά τρόφιμα που καλύπτουν τις διατροφικές τους ανάγκες και προτιμήσεις για έναν ενεργό και υγιή τρόπο ζωής. Στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, όμως, η επισιτιστική επάρκεια απειλείται σε κάθε επίπεδο της δομής της.
Οι κλιματικοί κίνδυνοι επηρεάζουν πρώτα τη διαθεσιμότητα των τροφίμων. Οι μειώσεις στις αγροτικές αποδόσεις λόγω ξηρασίας, πλημμυρών ή απρόβλεπτων θερμοκρασιακών διακυμάνσεων έχουν άμεση συνέπεια στον όγκο των διαθέσιμων προϊόντων, ιδιαίτερα στα βασικά τρόφιμα. Οι περιοχές που εξαρτώνται από μονοκαλλιέργειες είναι πιο ευάλωτες, καθώς η αποτυχία μιας καλλιεργητικής περιόδου μπορεί να οδηγήσει σε μαζική απώλεια τροφίμων, αύξηση των τιμών και εσωτερική επισιτιστική αβεβαιότητα.
Αλλά και η πρόσβαση στα τρόφιμα επηρεάζεται σημαντικά. Η άνοδος των τιμών στις αγορές, είτε λόγω πραγματικών ελλείψεων είτε λόγω κερδοσκοπικής αστάθειας, περιορίζει την ικανότητα των νοικοκυριών να εξασφαλίσουν επαρκή ποσότητα και ποιότητα διατροφής. Οι πιο ευάλωτοι πληθυσμοί, και ιδιαίτερα εκείνοι με χαμηλό εισόδημα, πλήττονται δυσανάλογα. Στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Ένωση καταδεικνύουν ότι το 2019-2022 η μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής στον ελληνικό πληθυσμό έφτασε το 8%, ενώ η σοβαρή έλλειψη σταθεροποιήθηκε στο 1,5%, με ελαφρά αυξητική τάση στα χρόνια της πανδημίας και των ενεργειακών κρίσεων.
Η σταθερότητα του συστήματος, τροφίμων με την έννοια της προβλεψιμότητας των διαθεσίμων στο χρόνο, επηρεάζεται αρνητικά καθώς αυξάνονται τα φαινόμενα ανισοκατανομής τροφίμων, διακοπής εφοδιαστικών αλυσίδων και γεωπολιτικής αστάθειας. Οι πρόσφατες κρίσεις, όπως η πανδημία COVID-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία, αποκάλυψαν τις συστημικές ευπάθειες στην εισαγωγή αγροτικών προϊόντων και τις συνέπειες που μπορεί να έχει η εξάρτηση από εξωτερικούς προμηθευτές.
Η χρηστική διάσταση της επισιτιστικής επάρκειας, δηλαδή το κατά πόσο τα διαθέσιμα τρόφιμα είναι ασφαλή και θρεπτικά, απειλείται επίσης από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι αυξημένες συγκεντρώσεις CO₂ επηρεάζουν αρνητικά τα επίπεδα μικροθρεπτικών συστατικών σε σημαντικές καλλιέργειες. Παράλληλα, η εντεινόμενη χρήση φυτοφαρμάκων, η έκθεση σε χημικά κατάλοιπα και η γενικότερη υποβάθμιση των φυσικών πόρων μειώνουν την ποιότητα των παραγόμενων τροφίμων.
Μια ακόμη διάσταση της επισιτιστικής κρίσης συνδέεται με τη σπατάλη τροφίμων και την ανισότητα στην κατανομή των διατροφικών πόρων (Εικόνα 5). Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, μεγάλες ποσότητες τροφής απορρίπτονται, ενώ ταυτόχρονα εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται σε επισιτιστική επισφάλεια. Η μη ορθολογική κατανάλωση, η υπερπροσφορά προϊόντων και η εμπορευματοποίηση της διατροφής επιτείνουν αυτή τη δυσαρμονία.
Εικόνα 5. Σπατάλη τροφίμων σε όλα τα στάδια της Εφοδιαστικής Αλυσίδας Τροφίμων.
Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Δείκτη Πείνας (Global Hunger Index), περίπου 828 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως βρέθηκαν σε συνθήκες υποσιτισμού το 2021, ενώ εκατοντάδες εκατομμύρια ακόμη ζουν σε επισφαλή διατροφικά περιβάλλοντα. Οι περισσότερες από αυτές τις περιοχές υφίστανται πολλαπλή πίεση από αποτυχημένες σοδειές, εμφύλιες διαμάχες, πληθυσμιακές μετακινήσεις και έλλειψη υποδομών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και διατηρεί συνολικά υψηλά επίπεδα διατροφικής επάρκειας, δεν είναι άμοιρη αδυναμιών. Το φαινόμενο της φτώχειας των τροφίμων (food poverty) αυξάνεται, ιδιαίτερα μεταξύ των ευάλωτων ομάδων (μονογονεϊκές οικογένειες, άνεργοι, ηλικιωμένοι). Αν και διαθέτει συγκριτικά ισχυρότερο θεσμικό πλαίσιο, δεν αποτελεί εξαίρεση από τις προκλήσεις της διατροφικής επάρκειας. Σύμφωνα με τον Ειδικό Ευρωβαρόμετρο 505 (2020), περισσότεροι από 950.000 θάνατοι σχετίζονται κάθε έτος με μη υγιεινές διατροφικές συνήθειες. Η ανισότητα δεν εκφράζεται μόνο σε όρους ποσότητας τροφής, αλλά και στην ποιότητα, τη θρεπτική αξία και τη δυνατότητα των πολιτών να κάνουν βιώσιμες και υγιεινές επιλογές.
Ωστόσο, η μετάφραση αυτών των στόχων στην καθημερινότητα των πολιτών και των παραγωγών δεν είναι πάντα γραμμική. Προκύπτουν κρίσιμα ερωτήματα για τη δυνατότητα υλοποίησης αυτών των μεταρρυθμίσεων χωρίς να θιγούν οι πιο ευάλωτοι πληθυσμοί. Η αυξημένη τιμή των «καθαρών» τροφίμων, τα εμπόδια στη γεωγραφική προσβασιμότητα και η έλλειψη εκπαιδευτικής υποστήριξης σε ζητήματα διατροφικής αγωγής αποτελούν υπαρκτά εμπόδια για τη μαζική μετάβαση προς ένα πιο βιώσιμο μοντέλο.
Σε αυτό το πλαίσιο, κεντρικό ρόλο αναλαμβάνει η εκπαίδευση, η διατροφική πληροφόρηση και η κοινωνική πολιτική. Η ανάπτυξη υποδομών υγιεινής σίτισης στα σχολεία, η ενίσχυση της αγροτοδιατροφικής ταυτότητας στην τοπική οικονομία και η δημιουργία συστημάτων κοινωνικής προστασίας και τραπεζών τροφίμων με μηδενικό στίγμα, μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά. Παράλληλα, η θεσμοθέτηση επαρκούς και κατανοητής επισήμανσης στα προϊόντα διατροφής, με ενδείξεις για τη θρεπτική και περιβαλλοντική τους επίδοση, θα επιτρέψει στους πολίτες να κάνουν συνειδητές επιλογές, ακόμη και χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις.
Η ελληνική πραγματικότητα αποκαλύπτει όλες τις πτυχές της σύνθετης αυτής πρόκλησης. Από τη μία πλευρά, διαθέτει έναν πρωτογενή τομέα που θα μπορούσε να αποτελέσει ασπίδα σε περιόδους διεθνούς αβεβαιότητας. Από την άλλη, όμως, αντιμετωπίζει διαρθρωτικές δυσκολίες όπως το μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, τη γήρανση του αγροτικού πληθυσμού, τις αδυναμίες στις αγροτικές υποδομές και την περιορισμένη προσβασιμότητα για ομάδες σε ευαλωτότητα. Ορισμένα είδη τροφίμων θεωρούνται λιγότερο προσβάσιμα οικονομικά, ενώ οι τάσεις υπερκατανάλωσης επηρεάζουν τη διατροφική ισορροπία, με συνέπειες για τη δημόσια υγεία.
Στην Ελλάδα, πολιτικές πρωτοβουλίες όπως η υποστήριξη των κοινωνικών παντοπωλείων, η ενίσχυση παραγωγών μικρής κλίμακας μέσω προγραμμάτων του ΠΑΑ και η εθνική στρατηγική κατά της σπατάλης τροφίμων αποτελούν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά, οι πολιτικές αυτές συχνά παραμένουν αποσπασματικές ή υποχρηματοδοτημένες, αδυνατώντας να λειτουργήσουν ως μοχλός βαθύτερων μεταρρυθμίσεων
Μέσα σε αυτό το πλέγμα κινδύνων, η επισιτιστική επισφάλεια καθίσταται ζήτημα δικαιοσύνης, δημόσιας πολιτικής και κοινωνικής συνοχής. Η δημιουργία ανθεκτικών και δίκαιων διατροφικών συστημάτων απαιτεί καινοτομία, συνεργασία και ενσωμάτωση της διατροφής στην κλιματική πολιτική. Ενέργειες όπως η μείωση της σπατάλης τροφίμων, η ενίσχυση τοπικών μορφών παραγωγής, η προώθηση θρεπτικών και βιώσιμων προτύπων κατανάλωσης και η προστασία των ευάλωτων ομάδων δεν αποτελούν πια επιλογές· είναι επιτακτικές ανάγκες.
- Κυκλική οικονομία και εναλλακτικά διατροφικά πρότυπα: στρατηγικές για βιωσιμότητα και ανθεκτικότητα
Ο σημερινός γραμμικός τρόπος παραγωγής και κατανάλωσης τροφίμων – από την καλλιέργεια στο πιάτο και, συχνά, στα απορρίμματα – έχει οδηγήσει σε ένα αγροδιατροφικό σύστημα χαμηλής αποδοτικότητας, υψηλού περιβαλλοντικού κόστους και σημαντικής κοινωνικής ανισότητας. Η ανάγκη για έναν συστημικό μετασχηματισμό είναι επιτακτική και ήδη εντάσσεται στον δημόσιο διάλογο μέσω εννοιών όπως η κυκλική οικονομία, η αναγεννητική γεωργία, η αγροοικολογία και τα βιώσιμα διατροφικά πρότυπα.
Η κυκλική οικονομία αποτελεί παράδειγμα συστημικής αντίληψης που ξεφεύγει από τη γραμμική πορεία παραγωγής–κατανάλωσης–απόρριψης και εισάγει την έννοια του κλειστού κύκλου υλικών, πόρων και ενέργειας (Εικόνα 6). Εφαρμοζόμενη στον τομέα των τροφίμων, σημαίνει αφενός τη μείωση και επαναχρησιμοποίηση της σπατάλης και των αποβλήτων σε κάθε στάδιο της τροφικής αλυσίδας και αφετέρου τη δημιουργία ενός συστήματος που προάγει την αποδοτικότητα των πόρων, τη βιοποικιλότητα, την αξιοποίηση της τοπικότητας και την ανθεκτικότητα σε κλυδωνισμούς.
Εικόνα 6. Προκλήσεις του αγροτικού τομέα που επιδεινώνονται και από την κλιματική αλλαγή και ο ρόλος της κυκλικής οικονομίας στην αγροδιατροφή του μέλλοντος.
Η κυκλική οικονομία στον αγροδιατροφικό τομέα αποσκοπεί στη βελτιστοποίηση της χρήσης πόρων, την ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση υλικών, και τη μείωση της σπατάλης. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, μετάβαση από ένα μοντέλο «παράγω – καταναλώνω – απορρίπτω» σε ένα μοντέλο κλειστού κύκλου, όπου τα αγροτικά υποπροϊόντα, τα τρόφιμα που δεν καταναλώθηκαν και οι οργανικές απορρίψεις μετατρέπονται ξανά σε πολύτιμους πόρους για το έδαφος, την ενέργεια ή την κτηνοτροφία. Η επαναχρησιμοποίηση των θρεπτικών στοιχείων, όπως το άζωτο και ο φώσφορος, συμβάλλει στην αναγέννηση των αγροτικών εδαφών, μειώνοντας ταυτόχρονα την εξάρτηση από χημικά λιπάσματα.
Στον πυρήνα της κυκλικής προσέγγισης εντάσσεται η αγροοικολογία, που προωθεί την αρμονική συνύπαρξη γεωργίας και φυσικού περιβάλλοντος, εμπλουτίζοντας τη γονιμότητα του εδάφους, διατηρώντας τη βιοποικιλότητα και περιορίζοντας την ανάγκη για εξωτερικές εισροές. Η χρήση τοπικών σπόρων, οι πολυκαλλιέργειες, η ενίσχυση των φυσικών εχθρών των παρασίτων και η ενσωμάτωση βιολογικών κύκλων ζωής στις καλλιεργητικές πρακτικές αποτελούν βασικά εργαλεία για μια προσαρμοστική και ανθεκτική γεωργία, που μπορεί να ανταπεξέλθει στις κλιματικές προκλήσεις χωρίς να εντείνει το πρόβλημα.
Ταυτόχρονα, τα εναλλακτικά διατροφικά πρότυπα αποδεικνύονται κομβικά στον περιορισμό των εκπομπών και στην εξοικονόμηση φυσικών πόρων (Εικόνα 7). Ο συνδυασμός αυτών των διατροφικών προτύπων με τη μείωση της σπατάλης τροφίμων μπορεί να ενισχύσει τη συστημική αποτελεσματικότητα και μεταφράζεται σε εξοικονόμηση γης, νερού και ενέργειας.
Η μετάβαση σε πιο βιώσιμα διατροφικά πρότυπα δεν συνεπάγεται αναγκαστικά στέρηση, αλλά μάλλον αναβάθμιση της ποιότητας και επανασύνδεση με την τοπική παραγωγή. Η στήριξη των παραγωγών μικρής κλίμακας, η ανάπτυξη τοπικών αγορών (π.χ. αγορές παραγωγών ή συνεταιριστικά δίκτυα) και η σύνδεση της διατροφής με τον πολιτισμό και την εποχικότητα, προσφέρουν κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη.
Εικόνα 7. Εκτίμηση της μείωσης του ανθρακικού αποτυπώματος διατροφής χρησιμοποιώντας διάφορα σενάρια διατροφικών προτύπων.
Μία από τις σημαντικότερες εφαρμογές της κυκλικής οικονομίας αφορά τη μείωση της απώλειας και της σπατάλης τροφίμων (Food Loss & Waste – FLW). Σύμφωνα με τον FAO, περίπου το 30% της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων δεν καταναλώνεται ποτέ, με το μεγαλύτερο ποσοστό να χάνεται κατά το στάδιο της κατανάλωσης στις ανεπτυγμένες χώρες και κατά το στάδιο της παραγωγής και διανομής στις αναπτυσσόμενες. Η μείωση της σπατάλης όχι μόνο περιορίζει την επιβάρυνση του περιβάλλοντος, αλλά ενισχύει και την επισιτιστική επάρκεια, καθώς μειώνει την ανάγκη για νέα παραγωγή, χρήση εδάφους και εισροές, ενώ παράλληλα εξοικονομεί ενέργεια και νερό. Σε αυτό το πλαίσιο, στρατηγικές όπως η αξιοποίηση των βρώσιμων υπολειμμάτων τροφής ως ζωοτροφή ή για παραγωγή βιοενέργειας, η κομποστοποίηση οργανικών αποβλήτων και η επέκταση της διάρκειας ζωής των τροφίμων μέσω καινοτόμων τεχνολογιών (π.χ. έξυπνες συσκευασίες, ψυκτικές αλυσίδες) είναι κρίσιμες.
Η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει πρότυπο μετάβασης αν ενσωματώσει τις αρχές της κυκλικής οικονομίας στην αγροτική της παραγωγή, αξιοποιώντας τον πλούτο των παραδοσιακών πρακτικών και της βιοποικιλότητας των καλλιεργειών. Πρωτοβουλίες για την κομποστοποίηση σε τοπικό επίπεδο, την αναγέννηση εδαφών με βιολογικά μέσα, την αξιοποίηση αποβλήτων ελαιοτριβείων ή γαλακτοκομικών μονάδων για παραγωγή ενέργειας μέσω βιομεθανίου, μπορούν να λειτουργήσουν συνδυαστικά ως εργαλεία βιώσιμης ανάπτυξης. Παράλληλα, διατροφικές καμπάνιες ευαισθητοποίησης, ενσωμάτωση βιωσιμότητας στα σχολικά προγράμματα και δημοτική στήριξη της τοπικής αγροδιατροφικής παραγωγής μπορούν να αλλάξουν σταδιακά τη συμπεριφορά των καταναλωτών.
Στο πεδίο της παραγωγής, η αγροοικολογία αποτελεί την πλέον συμπεριληπτική προσέγγιση εντός της κυκλικής οικονομίας. Πρόκειται για ένα σύστημα που συνδυάζει την παραδοσιακή οικολογική γνώση με την επιστήμη, προωθώντας γεωργικές πρακτικές χαμηλών εισροών, που σέβονται τις φυσικές διεργασίες και ενισχύουν τις λειτουργίες των οικοσυστημάτων. Ενδεικτικά εργαλεία αποτελούν η εναλλαγή καλλιεργειών, η συνδυασμένη φύτευση (polyculture), η ενσωμάτωση της κτηνοτροφίας στη φυτική παραγωγή, η χρήση φυσικών εχθρών για την καταπολέμηση παρασίτων και η ενίσχυση της εδαφικής βιολογίας με οργανική ύλη και κομπόστ.
Η αγροοικολογία συνδέεται ουσιαστικά με την έννοια της αναγεννητικής γεωργίας (regenerative agriculture), η οποία επιδιώκει να «θεραπεύσει» το αγροτικό τοπίο, να αποκαταστήσει τη γονιμότητα των εδαφών και να ενισχύσει την ικανότητά τους να αποθηκεύουν άνθρακα. Η προσέγγιση αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε περιοχές με υποβαθμισμένα εδάφη, προσφέροντας διέξοδο από τον φαύλο κύκλο της υπερβολικής χρήσης λιπασμάτων και των μειούμενων αποδόσεων. Επιπλέον, η αποθήκευση άνθρακα στο έδαφος μέσω κατάλληλης διαχείρισης μπορεί να συμβάλει στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, λειτουργώντας ως ένα είδος «αρνητικής εκπομπής».
Η ελληνική διατροφή διαθέτει στρατηγικά πλεονεκτήματα στον δρόμο προς τη βιωσιμότητα. Η παραδοσιακή Μεσογειακή διατροφή, με έμφαση στη κατανάλωση προϊόντων φυτικής προέλευσης, στη ελιά και το ελαιόλαδο, στα όσπρια και στη μέτρια κατανάλωση προϊόντων ζωικής προέλευσης, αποτυπώνεται ως μοντέλο που συγκεντρώνει χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, υψηλή διατροφική αξία και κοινωνικοπολιτισμική αποδοχή. Επιπλέον, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτισμικής κληρονομιάς της χώρας και μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο ενίσχυσης της τουριστικής ταυτότητας, της εξωστρέφειας και της τοπικής οικονομίας.
Η μετάβαση σε ένα κυκλικό και ανθεκτικό διατροφικό σύστημα απαιτεί μια παράλληλη στήριξη του παραγωγικού δυναμικού. Η ανάπτυξη συνεργατικών δομών μεταξύ αγροτών, ερευνητών, φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης και επιχειρήσεων τροφίμων είναι ζωτικής σημασίας για την υιοθέτηση τεχνικών λύσεων που μειώνουν τις εισροές, αξιοποιούν τα απορρίμματα και βελτιστοποιούν τη χρήση της ενέργειας και των φυσικών πόρων. Παραδείγματα όπως η παραγωγή βιομεθανίου από απόβλητα ελαιουργείων ή η επανάχρηση ζωικών υποπροϊόντων για λίπανση των καλλιεργειών καταδεικνύουν την εφαρμοσιμότητα της κυκλικής οικονομίας στην πράξη.
Τέλος, το όραμα για ένα μετασχηματισμένο σύστημα τροφίμων δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ισχυρή πολιτική βούληση, διεπιστημονική συνεργασία και ενδυνάμωση της κοινωνίας. Η καινοτομία στις μεθόδους παραγωγής, η ενίσχυση της γνώσης μέσω της γεωργικής εκπαίδευσης και η διασύνδεση της επιστημονικής έρευνας με την εφαρμοσμένη πράξη είναι απαραίτητα θεμέλια για τη διαμόρφωση ενός αγροδιατροφικού τομέα που δεν θα λειτουργεί ερήμην του περιβάλλοντος και της κοινωνίας, αλλά σε συνεχή αλληλεπίδραση με αυτά.
- Πολιτικές και στρατηγικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το βιώσιμο διατροφικό σύστημα του 2030
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για έναν ολιστικό μετασχηματισμό του διατροφικού και αγροδιατροφικού μοντέλου της, έχει υιοθετήσει μια σειρά πολιτικών πρωτοβουλιών που τοποθετούν την ασφάλεια τροφίμων, την προστασία του περιβάλλοντος και τη δημόσια υγεία στο επίκεντρο της πράσινης μετάβασης. Κεντρικό πυλώνα αυτής της προσέγγισης αποτελεί η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (European Green Deal), με σαφείς στόχους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και τη μετάβαση προς μια κυκλική και κλιματικά ουδέτερη οικονομία.
Μέσα από αυτή τη στρατηγική γεννήθηκε η “From Farm to Fork”, μια συνεκτική πολιτική για την αναδιάρθρωση του ευρωπαϊκού διατροφικού συστήματος. Το κείμενο αυτό αναγνωρίζει ρητά ότι η παραγωγή και κατανάλωση τροφίμων είναι ταυτόχρονα καταλύτης και θύμα της κλιματικής κρίσης, και προτείνει ένα σύνολο διατομεακών δράσεων για να αντιμετωπιστούν οι ρίζες του προβλήματος. Οι βασικοί στόχοι της μέχρι το 2030 όπως περιλαμβάνουν:
- Μείωση κατά 50% της χρήσης και του κινδύνου από χημικά φυτοφάρμακα, συμβάλλοντας στην αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και στη μείωση της έκθεσης των πολιτών σε επικίνδυνες ουσίες.
- Μείωση κατά 50% των απωλειών θρεπτικών στοιχείων, κυρίως αζώτου και φωσφόρου, ώστε να περιοριστεί η ρύπανση υδάτων και εδαφών, χωρίς όμως να πληγεί η γονιμότητα του εδάφους.
- Μείωση κατά 20% της συνολικής χρήσης λιπασμάτων, στοχεύοντας σε πιο αποδοτικές και φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους λίπανσης.
- Μείωση κατά 50% των πωλήσεων αντιμικροβιακών φαρμάκων για αγροτικά ζώα και υδατοκαλλιέργειες, με στόχο τη μείωση της μικροβιακής ανθεκτικότητας.
- Επέκταση της βιολογικής γεωργίας στο 25% των καλλιεργούμενων εκτάσεων, υποστηρίζοντας συστήματα χαμηλών εισροών, ανακύκλωσης και οικολογικής ισορροπίας.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκει να καταστήσει την υγιεινή και βιώσιμη επιλογή την πιο εύκολη και ελκυστική για τον πολίτη. Αυτό αποτυπώνεται σε προτάσεις για:
- Υποχρεωτική διατροφική και περιβαλλοντική επισήμανση στις συσκευασίες τροφίμων (front-of-pack labeling), ώστε οι καταναλωτές να είναι ενημερωμένοι για τις επιπτώσεις των επιλογών τους.
- Δημιουργία ενιαίου πλαισίου για βιώσιμη επισήμανση (sustainable food labelling), που θα καλύπτει τη θρεπτική αξία, το ανθρακικό αποτύπωμα, την περιβαλλοντική πίεση και τις κοινωνικές συνθήκες παραγωγής.
- Νομικά δεσμευτικούς στόχους για τη μείωση της σπατάλης τροφίμων κατά 50%, με σαφή υποχρέωση για κρατικά σχέδια δράσης.
Η πολιτική αυτή δεν επικεντρώνεται μόνο στους αγρότες και τους παραγωγούς αλλά καλεί σε ριζική αναδιάρθρωση της αλυσίδας εφοδιασμού, από τις εταιρείες μεταποίησης και λιανεμπορίου έως την εκπαίδευση, τις δημόσιες συμβάσεις και τους ίδιους τους πολίτες. Οι δημόσιες κουζίνες (π.χ. σχολικές καντίνες, νοσοκομεία, στρατός) καλούνται να δώσουν το παράδειγμα, ενσωματώνοντας τοπικά, εποχικά και θρεπτικά τρόφιμα στα μενού τους.
Στο πλαίσιο αυτό, σημαντικό ρόλο καλούνται να παίξουν και άλλες στρατηγικές που λειτουργούν συμπληρωματικά. Η «Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα» της Ε.Ε., για παράδειγμα, προβλέπει την προστασία του 30% της ευρωπαϊκής γης και θάλασσας, την αποκατάσταση φυσικών οικοτόπων και την ενίσχυση γεωργικών πρακτικών φιλικών προς τους επικονιαστές. Παράλληλα, η κοινή αγροτική πολιτική (ΚΑΠ) 2023–2027 ενσωματώνει ισχυρότερες περιβαλλοντικές δεσμεύσεις, όπως η υποχρεωτική αμειψισπορά, η ενίσχυση αγροοικολογικών συστημάτων και η επιβράβευση βιώσιμων καλλιεργητικών επιλογών.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αναβάθμιση των πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους οι καταναλωτές, ώστε να μπορούν να λαμβάνουν τεκμηριωμένες διατροφικές αποφάσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει τη θεσμοθέτηση υποχρεωτικής σήμανσης που να περιλαμβάνει όχι μόνο τη διατροφική αξία, αλλά και πληροφορίες για το ανθρακικό αποτύπωμα, την κοινωνική ευθύνη στην παραγωγή και τη βιωσιμότητα των μεθόδων καλλιέργειας και μεταποίησης. Πρόκειται για μια καινοτομία που ενισχύει τη διαφάνεια στην τροφική αλυσίδα, ωθώντας και τις επιχειρήσεις να επανεξετάσουν τις πρακτικές τους.
Ωστόσο, παρά την προοδευτική στόχευση των πολιτικών αυτών, η εφαρμογή τους δεν είναι άνευ προκλήσεων. Η μετάβαση απαιτεί οικονομική στήριξη, τεχνική εκπαίδευση, διακρατικό συντονισμό και θεσμικές εγγυήσεις ότι οι μικροπαραγωγοί και οι αγρότες δεν θα μείνουν πίσω. Πολλές ΜΜΕ (μικρομεσαίες επιχειρήσεις) και μικροπαραγωγοί εκφράζουν ανησυχίες για την ικανότητά τους να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και την πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Η Επιτροπή απαντά μέσω εργαλείων όπως το Horizon Europe και το Ταμείο Ανάκαμψης, που προορίζονται να στηρίξουν τις απαραίτητες καινοτομίες και επενδύσεις. Επιπλέον, υπάρχει το ερώτημα κατά πόσον οι καταναλωτές είναι έτοιμοι —ή και σε θέση— να αλλάξουν διατροφικές συνήθειες, όταν η πρόσβαση σε υγιεινά τρόφιμα εξαρτάται συχνά από εισοδηματικούς, γεωγραφικούς και μορφωτικούς παράγοντες.
Η πρόκληση για τις χώρες του Νότου, και δη για την Ελλάδα, είναι διττή: από τη μία, να ακολουθήσει τις ευρωπαϊκές οδηγίες ενσωματώνοντάς τες στις εθνικές στρατηγικές· από την άλλη, να το κάνει με τρόπο που στηρίζει την τοπική παραγωγή και διατηρεί την αγροτική ταυτότητα. Η χώρα διαθέτει δυναμικό σε βιολογική γεωργία, παραδοσιακές καλλιέργειες και γεωγραφικά πιστοποιημένα προϊόντα, ενώ η διατροφική της κληρονομιά συνάδει με τα μοντέλα που προωθούνται από την Ε.Ε. Αυτό της δίνει την ευκαιρία να αναδειχθεί όχι ως παθητικός αποδέκτης κανονισμών, αλλά ως παράδειγμα εφαρμογής και καινοτομίας.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι ευρωπαϊκές στρατηγικές προσφέρουν τεράστιες δυνατότητες — αλλά και ένα κρίσιμο στοίχημα: πώς να μεταφραστούν οι ευρωπαϊκές προτεραιότητες στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγροδιατροφής. Η χώρα διαθέτει ισχυρά περιφερειακά προϊόντα, παραδοσιακή γνώση και ποικιλίες με γεωγραφική ταυτότητα. Όμως ταυτόχρονα, αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις υποδομών, θραυσματικότητα στην παραγωγή, μικρό κλήρο και ελλείψεις στην πιστοποίηση. Η ένταξη στο νέο μοντέλο απαιτεί στρατηγική συνεργασία πολιτείας, αυτοδιοίκησης, επιστημονικής κοινότητας και αγροτικών συλλογικοτήτων.
- Προς ένα δίκαιο, βιώσιμο και ανθεκτικό διατροφικό μέλλον
Η μετάβαση σε ένα διατροφικό σύστημα που σέβεται τον πλανήτη, προστατεύει τη δημόσια υγεία και διασφαλίζει την κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι απλώς ένας στόχος ηθικός ή ρομαντικός. Είναι όρος επιβίωσης — οικολογικής, κοινωνικής και οικονομικής. Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, όπως αναλύθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια, δεν αφήνουν περιθώρια αναβολής: οι επισιτιστικές κρίσεις πολλαπλασιάζονται, οι ανισότητες εντείνονται και το περιβαλλοντικό όριο της γεωργικής παραγωγής διαρκώς πλησιάζει.
Σε αυτό το νέο τοπίο, προτάσσεται η ανάγκη για ριζική αναδιαμόρφωση των προτεραιοτήτων: όχι μόνο αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά αξιολόγηση της ποιότητας, της προέλευσης, του κοινωνικού αποτυπώματος και της κλιματικής ανθεκτικότητας κάθε διατροφικής επιλογής. Το μέλλον δεν ανήκει σε εκείνους που παράγουν περισσότερο, αλλά σε εκείνους που παράγουν καλύτερα.
Κεντρικός μοχλός αυτής της μετάβασης είναι η γεωργική, διατροφική και περιβαλλοντική εκπαίδευση. Τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, αλλά και τα προγράμματα διά βίου μάθησης μπορούν να αναδείξουν μια νέα γενιά παραγωγών και καταναλωτών, ενσυνείδητων απέναντι στις επιπτώσεις των επιλογών τους. Η ενίσχυση της επιστημονικής γεωπονικής έρευνας, η στήριξη της καινοτομίας σε επίπεδο γεωργικών πρακτικών και η μεταφορά τεχνογνωσίας στην πράξη αποτελούν αναγκαίους πυλώνες.
Παράλληλα, η καλλιέργεια διατροφικού ενγραμματισμού από την παιδική ηλικία μπορεί να μεταβάλει διατροφικές νοοτροπίες, ενθαρρύνοντας συνήθειες που προάγουν την υγεία του ανθρώπου και του πλανήτη.
Ένα βιώσιμο διατροφικό μέλλον δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω σε συστήματα εκμετάλλευσης. Η στήριξη των μικροκαλλιεργητών, η κατοχύρωση δίκαιων τιμών, η εξασφάλιση προσβασιμότητας στα αγροτικά δίκτυα και η θεσμική ενίσχυση των συνεταιρισμών είναι καθοριστικής σημασίας. Οι αγρότες δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται απλώς ως παραγωγοί, αλλά ως θεματοφύλακες του οικοσυστήματος, του πολιτισμού και της διατροφικής αυτάρκειας.
Παράλληλα, η προσβασιμότητα σε ποιοτική και υγιεινή διατροφή πρέπει να θεωρείται βασικό κοινωνικό δικαίωμα. Η πολιτεία οφείλει να διασφαλίζει ότι οι ευάλωτες ομάδες – ηλικιωμένοι, παιδιά, χαμηλόμισθοι, άνθρωποι χωρίς σταθερή κατοικία – έχουν πρόσβαση σε επαρκή και θρεπτικά τρόφιμα.
Η αναδιοργάνωση της γεωργικής παραγωγής προϋποθέτει και έναν επαναπροσδιορισμό της σχέσης μας με τον τόπο. Η διατήρηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, η ενίσχυση της αγροτικής πολυμορφίας, η επαναφορά τοπικών ποικιλιών και η αποκατάσταση των εδαφικών και υδατικών πόρων μπορούν να αναγεννήσουν τα αγροτικά τοπία και να ενισχύσουν την τοπική ανθεκτικότητα.
Η προώθηση τοπικών αγορών, δημοτικών λαϊκών αγορών, αγροτοβιομηχανικών συνεργειών και η σύνδεση της παραγωγής με τη μεταποίηση σε τοπικό επίπεδο περιορίζει τις εξαρτήσεις, μειώνει τις εκπομπές από τις μεταφορές και ενδυναμώνει τις κοινότητες.
Η μετάβαση απαιτεί ένα ενιαίο εθνικό πλαίσιο πολιτικής για τα τρόφιμα, που να συνδυάζει τα συναρμόδια υπουργεία (Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Υγείας, Περιβάλλοντος, Ανάπτυξης) με στόχο τη χάραξη στρατηγικής για τη διατροφή και το κλίμα. Η δημιουργία Εθνικού Συμβουλίου Βιώσιμων Τροφίμων με συμμετοχή επιστημόνων, αγροτών, καταναλωτών, τοπικών αρχών και φορέων της αγοράς θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης συντονισμού. Παράλληλα, η ενσωμάτωση βιωσιμότητας στις δημόσιες συμβάσεις τροφίμων, σε σχολεία, στρατό, νοσοκομεία και δομές κοινωνικής προστασίας, θα έστελνε ισχυρό μήνυμα αλλαγής.
Πέρα από την πολιτική και τις τεχνολογικές λύσεις, απαιτείται και ένα νέο αφήγημα για τη διατροφή και τη σχέση μας με το τρόφιμο. Η επανάκτηση της «αργής κατανάλωσης», του σεβασμού στη γη, του περιορισμού του περιττού και του εφήμερου αποτελεί και πολιτισμική στάση απέναντι στην τυποποιημένη, μαζική, ανώνυμη διατροφή.
Το μέλλον της διατροφής δεν είναι προκαθορισμένο. Εξαρτάται από τις πολιτικές που θα υιοθετήσουμε, τις κοινωνικές συμμαχίες που θα χτίσουμε και τις αξίες που θα αναδείξουμε. Το φαγητό είναι γη, εργασία, υγεία, δικαιοσύνη, πολιτισμός. Το ερώτημα δεν είναι αν μπορούμε να αλλάξουμε. Το ερώτημα είναι αν έχουμε το θάρρος να ξεκινήσουμε.
- Συμπεράσματα
Η εργασία αυτή ανέδειξε τη βαθιά αλληλεξάρτηση μεταξύ του διατροφικού μας συστήματος και της κλιματικής αλλαγής. Σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης αστάθειας, το σημερινό αγροδιατροφικό μοντέλο, το οποίο χαρακτηρίζεται από υπερεντατική παραγωγή, εξάντληση πόρων, υψηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και κοινωνικές ανισότητες, αποδεικνύεται πλέον μη βιώσιμο.
Η κλιματική κρίση, με τις επιπτώσεις της στις αποδόσεις, στους φυσικούς πόρους, στα οικοσυστήματα και στη βιοποικιλότητα, κλονίζει τη σταθερότητα και την ικανότητα του συστήματος να θρέψει δίκαια και επαρκώς τον παγκόσμιο πληθυσμό. Ταυτόχρονα, το ίδιο το σύστημα τροφίμων αποτελεί βασικό παράγοντα πρόκλησης της κρίσης αυτής,.
Η ανάλυση κατέδειξε την αναγκαιότητα μετάβασης προς μια βιώσιμη, ανθεκτική και δίκαιη γεωργία και διατροφή, αξιοποιώντας εργαλεία όπως η κυκλική οικονομία, η αγροοικολογία και τα εναλλακτικά διατροφικά πρότυπα. Οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέτουν ένα φιλόδοξο πλαίσιο στόχων για το 2030, όμως η επιτυχία τους εξαρτάται από τη βούληση και ικανότητα κάθε κράτους-μέλους — αλλά και από την ενεργοποίηση των ίδιων των πολιτών.
Κεντρικές προτεραιότητες για το μέλλον αποτελούν:
- Η ενίσχυση της γνώσης, της επιστημονικής έρευνας και της αγροτικής εκπαίδευσης
- Η ενδυνάμωση των μικροπαραγωγών και η θεσμική τους στήριξη
- Η πρόσβαση όλων σε υγιεινή, θρεπτική και οικονομικά προσιτή τροφή
- Η αναγέννηση των αγροτικών τοπίων και η ενσωμάτωση τοπικών λύσεων
- Η δημιουργία ενός ενιαίου πλαισίου εθνικής διατροφικής πολιτικής