Η πορεία της λογοθεραπείας είναι ένα θεραπευτικό ταξίδι γεμάτο ελπίδα, προκλήσεις και σταδιακή πρόοδο. Ωστόσο, δεν είναι πάντοτε γραμμική. Συχνά, προκύπτουν στιγμές στασιμότητας, δυσκολιών ή απρόσμενων πισωγυρισμάτων. Σε αυτές τις περιπτώσεις αναδύεται ένα φυσιολογικό –αλλά βαθύ– συναίσθημα: η ματαίωση.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν αφορά μόνο στο παιδί. Αγγίζει το ίδιο έντονα τους γονείς, αλλά και τον θεραπευτή, δημιουργώντας έναν κύκλο αλληλεπίδρασης που επηρεάζει την ίδια τη θεραπευτική διαδικασία.
Η ματαίωση του παιδιού
Τα παιδιά καλούνται να επαναλάβουν λεκτικά μοτίβα, να επιμείνουν σε ασκήσεις ή να επικοινωνήσουν με έναν τρόπο που τους δυσκολεύει, αλλά ακόμα και να «δουλέψουν» πάνω σε κάτι που δεν τους έρχεται φυσικά. Όταν δεν βιώνουν άμεσα αποτελέσματα ή επιτυχίες, μπορεί να νιώσουν απογοήτευση, αποστροφή ή ακόμα και άρνηση για συνεργασία. Πολλές φορές αυτή η ματαίωση επικοινωνείται με εκφράσεις όπως, «είμαι κουρασμένος», «δε θέλω να πάω» ή ακόμα και με μη λεκτικό τρόπο, κλάμα ή αντιδράσεις όταν πλησιάζει η ώρα της συνεδρίας. Το κλειδί σε αυτή την περίπτωση είναι να μπορέσει ο γονιός να το «διαβάσει» και να τροφοδοτήσει το παιδί με την ανάλογη ενθάρρυνση για να μπορέσει να συνεχίσει αυτή την τόσο μεγάλη προσπάθεια που κάνει το παιδί.
Παράδειγμα – Νίκος, 5 ετών:
Ο Νίκος αντιμετώπιζε δυσκολία στα συμφωνικά συμπλέγματα και αντικαθιστούσε συχνά το «στ» με «τ». Αν και αρχικά ανταποκρινόταν θετικά στις συνεδρίες, σταδιακά άρχισε να εκφράζει αρνητισμό: «Δεν θέλω άλλο, βαριέμαι». Πίσω από την «βαρεμάρα» κρυβόταν η αίσθηση αποτυχίας – η πεποίθηση πως όσο κι αν προσπαθεί, «δεν τα λέει σωστά».
Η ματαίωση του γονέα
Οι γονείς προσέρχονται με ελπίδες, αγωνίες και συχνά με την ανάγκη άμεσης επίλυσης του ζητήματος. Όταν η πρόοδος είναι αργή, ασύμμετρη ή συνοδεύεται από πισωγυρίσματα, ενδέχεται να βιώσουν συναισθήματα απογοήτευσης, αμφιβολίας, ενοχής ή και κόπωσης. Έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου όταν ζητείται από τους γονείς να τροποποιήσουν συμπεριφορές για να διευκολύνουν το έργο της Λογοθεραπείας, δυσκολεύονται και οι ίδιοι. Προσπαθούν για λίγο χωρίς σταθερότητα και συνέχεια με αποτέλεσμα να ματαιώνονται που δεν άλλαξαν αμέσως ή δεν βοήθησαν άμεσα. Μία τέτοια συμπεριφορά μπορεί να έχει άμεσα αρνητικό αντίκτυπο στο παιδί, χωρίς όμως να είναι πάντα εμφανές.
Παράδειγμα – Ελένη, μητέρα του Γιώργου (6 ετών):
Ο Γιώργος εμφάνιζε δυσπραξία λόγου και βελτιωνόταν σταδιακά. Ωστόσο, σε μια συνεδρία, η μητέρα του αναρωτιέται: «Έχουν περάσει 8 μήνες θεραπείας και ακόμα δεν καταλαβαίνουν τι λέει. Μήπως φταίω εγώ; Μήπως πρέπει να βρω άλλο θεραπευτή;» Η ματαίωση της Ελένης εκφράστηκε ως σύγχυση και αυτοαμφισβήτηση αλλά και αμφισβήτηση του θεραπευτή με τη δυσκολία του παιδιού να φιλτράρεται μέσα από το προσωπικό της βίωμα αλλά και την πιθανή ακύρωση των προσπαθειών του θεραπευτή.
Η ματαίωση του θεραπευτή
Ο λογοθεραπευτής επενδύει χρόνο, γνώση και συναισθηματική ενέργεια στη θεραπευτική σχέση. Όταν οι προσπάθειες δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ή όταν το παιδί αποσύρεται, είναι φυσικό να αναδυθεί και η δική του απογοήτευση, αβεβαιότητα ή επαγγελματική κόπωση. Όταν θέτονται πιο δύσκολοι στόχοι από αυτούς που μπορεί το παιδί και η οικογένεια να διαχειριστεί είναι εμφανής η ματαίωση η οποία παρουσιάζεται και αρχίζει ένας φαύλος κύκλος αρνητικών αντιδράσεων. Η αυτοπαρατήρηση του θεραπευτή είναι άκρως απαραίτητη για να μπορέσει να τροποποιήσει ο ίδιος ότι είναι απαραίτητο για να μπορέσει να αποκατασταθεί το πρόβλημα αυτό.
Παράδειγμα – Αθηνά, 7 ετών:
Η Αθηνά είχε φωνολογική διαταραχή και δυσκολίες στην προσήλωση. Παρά τις στοχευμένες παρεμβάσεις, δεν γενικευόταν η χρήση του σωστού ήχου. Η θεραπεύτρια ανέφερε εσωτερικά: «Ίσως κάτι κάνω λάθος…». Αναζήτησε εποπτεία, αναπροσάρμοσε το πλάνο και ανανέωσε τη στάση της. Η ματαίωση έγινε μοχλός αναστοχασμού, όχι αδιέξοδο.
Η διαπαιδαγώγηση ως παράγοντας ανθεκτικότητας
Η σχέση του παιδιού με τη ματαίωση δεν χτίζεται μόνο μέσα στη θεραπεία – αλλά πρωτίστως μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. Ο τρόπος που ένα παιδί μαθαίνει να χειρίζεται τη δυσκολία, την αποτυχία ή την αναμονή, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πλαίσιο στο οποίο μεγαλώνει.
Παιδιά που λαμβάνουν αποδοχή, ενίσχυση της προσπάθειας (αντί του αποτελέσματος) και χώρο για να εκφράσουν συναισθήματα, αποκτούν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στη ματαίωση.
Αντίθετα, παιδιά που υπερπροστατεύονται, ή μεγαλώνουν με αυστηρότητα και έμφαση στην «επιτυχία», συχνά παγιδεύονται σε ένα δίπολο «ή τα καταφέρνω ή δεν αξίζω».
Η θεραπευτική διαδικασία ευνοείται όταν το παιδί έχει ήδη χτίσει στο σπίτι του μια σχέση εμπιστοσύνης με τα λάθη, την αδυναμία και την αναμονή.
Τι μπορεί να βοηθήσει:
Για τα παιδιά:
- Δημιουργία θετικών εμπειριών επιτυχίας
- Αποσαφήνιση των στόχων με κατανοητό και παιγνιώδη τρόπο
- Ενίσχυση της προσπάθειας, όχι της «τελειότητας»
Για τους γονείς:
- Τακτική επικοινωνία με τον θεραπευτή
- Ρεαλιστικές και ευέλικτες προσδοκίες
- Στήριξη του παιδιού χωρίς πίεση για «αποτέλεσμα»
Για τους θεραπευτές:
- Εποπτεία και επαγγελματική υποστήριξη – από έμπειρο Λογοθεραπευτή ή Ψυχοθεραπευτή
- Ανάληψη ρόλου συνοδοιπόρου, όχι «διορθωτή»
- Αυτοπαρατήρηση για άμεσες τροποποιήσεις θεραπευτικού πλάνου
- Αυτοφροντίδα και συναισθηματική διαχείριση
Η ματαίωση είναι ένα αναπόφευκτο, αλλά δημιουργικά αξιοποιήσιμο μέρος κάθε θεραπευτικής διαδρομής. Δεν αποτελεί εμπόδιο – αποτελεί σήμα. Μας καλεί να σταθούμε, να αναστοχαστούμε, να αναπροσαρμόσουμε και να επανασυνδεθούμε.
Όταν αναγνωρίζεται, ονομάζεται και αντιμετωπίζεται με ενσυναίσθηση, μπορεί να γίνει έδαφος ωρίμανσης για όλους τους εμπλεκόμενους: παιδί, γονιό και θεραπευτή.