Comeback έπειτα από τουλάχιστον μία δεκαετία κάνουν τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, καθώς κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου, εμφάνισαν τις υψηλότερες υπεραποδόσεις έναντι της Wall Street που έχουν καταγραφεί ποτέ, σε όρους δολαρίου.
Η ανάκαμψη δεν περιορίζεται στις μετοχές, αφού το ευρώ ενισχύθηκε κατά 13% έναντι του δολαρίου στο ίδιο διάστημα.
Ανάλογη η εικόνα και στις αγορές ομολόγων, με τα γερμανικά bunds να υπεραποδίδουν έναντι των αμερικανικών κρατικών τίτλων από τον Απρίλιο, παρότι η γερμανική κυβέρνηση σκοπεύει να εκδώσει περισσότερα ομόλογα για να χρηματοδοτήσει την αύξηση των δαπανών της για άμυνα και υποδομές.
Απότομο ράλι σημειώνουν και οι επενδύσεις σε αναδυόμενες ευρωπαϊκές αγορές, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, σύμφωνα με το Bloomberg.
Οι επενδυτές σε όλο τον κόσμο επιβραδύνουν τις αγορές αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων και μεταφέρουν περισσότερα χρήματα στην Ευρώπη εν μέσω ανησυχίας ότι το πρόγραμμα δασμών και φορολογικών μειώσεων του Αμερικανού προέδρου Donald Trump θα επηρεάσει τα εταιρικά κέρδη, θα αναζωπυρώσει τον πληθωρισμό και θα διευρύνει το έλλειμμα του προϋπολογισμού των ΗΠΑ.
Η Ευρώπη βρίσκεται στη θέση του μεγάλου κερδισμένου, καθώς οι κυβερνήσεις της αυξάνουν τις δαπάνες, την ώρα που η κεντρική τράπεζα μειώνει τα επιτόκια.
«Βλέπουμε εξαιρετικά ισχυρή ζήτηση για ευρωπαϊκά περιουσιακά στοιχεία, ιδίως από τις ΗΠΑ», λέει στο Bloomberg ο Erik Koenig της Bank of America. «Ενώ η Ευρώπη έχει αντιμετωπίσει στο παρελθόν προκλήσεις που μπορεί να έχουν επιβαρύνει τις αγορές της, τώρα υπάρχει αυξανόμενη εμπιστοσύνη στις μακροπρόθεσμες δυνατότητές της».
Όπως εξηγεί ο Koenig, οι αλλαγές στις ΗΠΑ οδήγησαν την Ευρώπη να λάβει μέτρα που έχουν βελτίωσαν απότομα, αλλά και διατηρήσιμα, τις προοπτικές της.
Παρότι τέτοιες περίοδοι αισιοδοξίας έχουν υπάρξει και στο παρελθόν, εντούτοις η πολιτική αστάθεια και οι δυσκίνητοι κανονισμοί της Ευρώπης δεν εξαφανίστηκαν ποτέ εντελώς, με αποτέλεσμα οι αποτιμήσεις στην περιοχή να είναι χαμηλότερες σε σχέση με τις ΗΠΑ.
Όμως, αυτή τη φορά, κάτι έχει αλλάξει ουσιαστικά, ειδικά μετά την κατάργηση του φρένου χρέους της Γερμανίας. Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης έχει πλέον δεσμευτεί να δανειστεί περισσότερα και να επενδύσει μαζικά στην άμυνα και τις υποδομές της μετά από χρόνια λιτότητας, πυροδοτώντας μια νέα αίσθηση αισιοδοξίας.
«Είναι μια συναρπαστική στιγμή να βρίσκεται κανείς στις ευρωπαϊκές αγορές», λέει ο Koenig.
Οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μειώνουν επιθετικά τα επιτόκια, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την μετρημένη προσέγγιση της Federal Reserve στις ΗΠΑ. Η διαφορά των επιτοκίων θα παραμείνει στις δύο ποσοστιαίες μονάδες φέτος, προεξοφλούν οι αγορές.
Το κύμα των κυβερνητικών δαπανών, το οποίο θα χρηματοδοτηθεί μέσω νέων πωλήσεων χρέους, αναμένεται να προσφέρει μια ώθηση στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης. Για την Allianz Global Investors, έναν από τους μεγαλύτερους διαχειριστές της Ευρώπης, αυτό είναι ένα σημάδι να περιορίσει τις επενδύσεις της στις ΗΠΑ και να επιστρέψει στις ευρωπαϊκές μετοχές και τα ομόλογα.
«Δεν αισθανόμαστε πλέον άνετα με τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα. Πηγαίνουμε στην αγορά των γερμανικών bunds», λέει στο Bloomberg ο Greg Hirt της Allianz. «Θα υπάρξουν περισσότερες εκδόσεις bunds λόγω της γερμανικής δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά αυτό είναι καλό επειδή βελτιώνει τη ρευστότητα της αγοράς».
Την ίδια στιγμή, το ευρώ αναμένεται να ωφεληθεί από την επιτάχυνση της ανάπτυξης, έπειτα από μια δεκαετία υποαποδόσεων. Το κοινό νόμισμα οδεύει προς το μεγαλύτερο σερί ανοδικών μηνών εδώ και οκτώ χρόνια και η JP Morgan είναι μεταξύ των οίκων που το βλέπουν να φτάνει τα 1,20 δολάρια φέτος, από 1,04 δολάρια στο τέλος του 2024.
Εν τω μεταξύ, τα χαμηλά επιτόκια και τα μέτρα τόνωσης των οικονομιών αναμένεται να στηρίξουν τα εταιρικά κέρδη, με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη να υπολογίζεται ότι θα προσφέρουν αύξηση κερδών 10% με 11% τον επόμενο χρόνο. Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές μετοχές εμφανίζουν discount 35% σε σχέση με τις αμερικανικές, με αποτέλεσμα οι αποτιμήσεις τους να είναι πιο ελκυστικές. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες πληρώνουν επίσης υψηλότερα μερίσματα.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αναλυτές της UBS προβλέπουν ότι κεφάλαια ύψους 1,2 τρισ. ευρώ θα στραφούν από τις αμερικανικές στις ευρωπαϊκές μετοχές τα επόμενα πέντε χρόνια.
«Ο αμερικανικός εξαιρετισμός αγγίζει τα όριά του», έγραψαν οι Emilie Tetard και Florent Pochon, στρατηγικοί αναλυτές της Natixis.
Ασφαλώς, η Wall Street κυριαρχείται από μια ομάδα τεχνολογικών εταιρειών που αξίζουν πάνω από 2,5 τρισ. δολάρια, όπως η Apple και η Nvidia, οι οποίες θεωρούνται οι μεγάλοι κερδισμένοι της τεχνητής νοημοσύνης. Αντίθετα, η ευρωπαϊκή αγορά δεν έχει εταιρείες που να ωφελούνται από την τεχνολογία αυτή αλλά και ούτε μία εισηγμένη αξίας άνω των 400 δισ. δολαρίων.
Παρόλα αυτά, οι προοπτικές ανάπτυξης λόγω των αλλαγών στις δημοσιονομικές πολιτικές των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αρκούν για να διατηρήσουν τους «ταύρους» αισιόδοξους.
«Η διαφοροποίηση θα συνεχίσει να εξελίσσεται. Η Ευρώπη θα είναι ένα αρκετά συναρπαστικό story για τους επενδυτές», λέει ο Peter Oppenheimer της Goldman Sachs.