Η άνθηση του εμπορίου μεταχειρισμένων προϊόντων δεν αποτελεί πλέον παροδική τάση. Αντιθέτως, εδραιώνεται ως μια διαρκώς αναπτυσσόμενη κατηγορία, που συνδυάζει οικονομία, προσβασιμότητα αλλά και κοινωνική ή οικολογική συνείδηση. Το πρώτο τρίμηνο του 2025, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι πωλήσεις μεταχειρισμένων ειδών από φυσικά καταστήματα αυξήθηκαν κατά 30,7% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2024.
Πίσω από τα ποσοστά, κρύβεται μια αλλαγή νοοτροπίας. Οι πολίτες αναθεωρούν τις προτεραιότητές τους, στρέφοντας το ενδιαφέρον τους από την «κατοχή του καινούργιου» στην πρακτικότητα, τη χρησιμότητα και το κόστος. Η επιλογή μεταχειρισμένων προϊόντων δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την οικονομική αδυναμία. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα αγοράς, σχεδόν οι μισοί Έλληνες καταναλωτές δηλώνουν ότι προτιμούν τα second-hand προϊόντα για να εξοικονομήσουν χρήματα, ενώ ένα αξιοσημείωτο ποσοστό αναζητά μοναδικά αντικείμενα ή κομμάτια που δεν βρίσκει αλλού. Ακόμα και η περιβαλλοντική διάσταση παίζει ρόλο, με ολοένα και περισσότερους καταναλωτές –κυρίως νεότερης ηλικίας– να βλέπουν στην αγορά μεταχειρισμένων μια εναλλακτική μορφή βιώσιμης κατανάλωσης.
Γι’ αυτό και η περιβαλλοντική διάσταση μπορεί να μας οδηγήσει και σε σύγκριση με τα προϊόντα της fast fashion, καθώς τα second-hand είδη παρουσιάζουν συχνά ανώτερη ποιότητα και μεγαλύτερη αντοχή στον χρόνο. Πολλά από τα μεταχειρισμένα ρούχα που βρίσκει κανείς σήμερα προέρχονται από προηγούμενες δεκαετίες, όταν τα υφάσματα ήταν πιο ανθεκτικά και η κατασκευή πιο προσεγμένη. Αντιθέτως, μεγάλο μέρος της fast fashion στηρίζεται σε μαζική, βιαστική παραγωγή, με φτηνά υλικά και αδύναμες ραφές που σχεδιάζονται να αντέξουν μόλις λίγες χρήσεις, ώστε ο καταναλωτής να επιστρέψει για το επόμενο φθηνό κομμάτι. Ένα ποιοτικό second-hand ρούχο, ακόμα και αν έχει φορεθεί, διατηρεί τη μορφή και τη λειτουργικότητά του καλύτερα από ένα καινούργιο χαμηλής ποιότητας. Έτσι, ο καταναλωτής δεν αγοράζει απλώς κάτι φθηνότερο, αλλά συχνά κάτι καλύτερο και σίγουρα πιο βιώσιμο.
Ταυτόχρονα, παρατηρείται σημαντική αύξηση στην επισκεψιμότητα και στις πωλήσεις στις υπαίθριες αγορές και τα τοπικά πανηγύρια, όπου ο κόσμος αναζητά οικονομικές ευκαιρίες, λειτουργικά προϊόντα και πιο άμεση επαφή με τον πωλητή. Εκεί, πέρα από τα τρόφιμα, είναι εμφανής η αυξημένη ζήτηση για είδη ένδυσης, λευκά είδη, εργαλεία και είδη σπιτιού, πολλές φορές σε τιμές χαμηλότερες από τις οργανωμένες αγορές.
Η ψηφιακή τεχνολογία λειτουργεί καταλυτικά. Οι πλατφόρμες αγοραπωλησίας ενίσχυσαν περαιτέρω αυτή την τάση, προσφέροντας εύκολη πρόσβαση, διαφάνεια και ευρύ φάσμα επιλογών. Πλέον, η αγορά μεταχειρισμένων δεν περιορίζεται στα παλαιοπωλεία ή στις λαϊκές αγορές. Εξελίσσεται σε ένα ψηφιακό οικοσύστημα, με απήχηση και αξιοπιστία, που ανταγωνίζεται στα ίσα τα παραδοσιακά δίκτυα λιανικής.
Όμως η αυξημένη στροφή σε second-hand προϊόντα και υπαίθριες αγορές δεν είναι χωρίς συνέπειες για το οργανωμένο λιανεμπόριο. Τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το ίδιο διάστημα δείχνουν ότι 27 από τις 43 βασικές κατηγορίες λιανικών πωλήσεων κατέγραψαν μείωση στον κύκλο εργασιών. Οι πωλήσεις ηλεκτρονικών ειδών μειώθηκαν κατά 14,6%, τα καταστήματα υπόδησης σημείωσαν πτώση 7,2%, ενώ τα οπωροπωλεία, τα αρτοποιεία και άλλες μικρές επιχειρήσεις τροφίμων υποχώρησαν αισθητά. Η συνολική αύξηση τζίρου στο λιανεμπόριο δεν ξεπέρασε το 0,6% και αποτελεί ένδειξη στασιμότητας σε μια αγορά που παλεύει να ανασάνει μετά από χρόνια κρίσεων.
Μια από τις λίγες κατηγορίες που εξακολουθεί να παρουσιάζει θετική πορεία είναι αυτή των σούπερ μάρκετ. Οι αλυσίδες τροφίμων σημείωσαν αύξηση τζίρου κατά 3,9% το πρώτο τρίμηνο του 2025, καθώς συγκεντρώνουν την προτίμηση των καταναλωτών που περιορίζουν τις αγορές τους σε βασικά είδη. Τα σούπερ μάρκετ έχουν καταφέρει να αποσπάσουν μεγάλο μερίδιο από τα εξειδικευμένα καταστήματα, προσφέροντας ανταγωνιστικές τιμές, προσφορές και τη δυνατότητα συγκεντρωμένων αγορών σε ένα σημείο. Η άνοδος αυτή δείχνει πως, σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, ο καταναλωτής επιλέγει λύσεις που συνδυάζουν ευκολία και οικονομία.
Η μεταστροφή αυτή δημιουργεί ένα νέο τοπίο στο ελληνικό λιανεμπόριο. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μειωμένη ρευστότητα, ενώ η ζήτηση για προϊόντα πέρα από τα απολύτως αναγκαία βαίνει μειούμενη. Η πρόκληση είναι διπλή. Αφενός, να διατηρηθεί η βιωσιμότητα των παραδοσιακών επιχειρήσεων, αφετέρου να ενσωματωθούν οι νέες καταναλωτικές τάσεις στο επιχειρηματικό τους μοντέλο.
Πολλές επιχειρήσεις θα χρειαστεί να επανεντοπίσουν τον ρόλο τους, είτε ενσωματώνοντας μεταχειρισμένα είδη στο χαρτοφυλάκιό τους είτε επενδύοντας σε υπηρεσίες και εμπειρίες που δεν προσφέρει εύκολα το φθηνότερο προϊόν.