Αν και η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα σε πληθυσμό και οικονομικό μέγεθος, έχει καταφέρει να χτίσει και να διατηρήσει έναν τεράστιο στόλο ποντοπόρων πλοίων. Σήμερα, ελληνικά συμφέροντα ελέγχουν περίπου το 20% της παγκόσμιας χωρητικότητας στη ναυτιλία, τη στιγμή που η χώρα συμμετέχει με λιγότερο από το 0,3% στο παγκόσμιο ΑΕΠ. Αυτό το “ελληνικό παράδοξο”, όπως αναφέρεται, είναι χαρακτηριστικό της θέσης που έχει κατακτήσει ο ελληνικός ναυτιλιακός κόσμος διεθνώς. Μια θέση που δεν στηρίζεται μόνο σε αριθμούς, αλλά σε εμπειρία, εξειδίκευση και στρατηγική διορατικότητα.
Η σημασία του κλάδου αποτυπώνεται καθαρά και στα οικονομικά μεγέθη. Σύμφωνα με μελέτη της McKinsey & Company η συμβολή της ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία υπολογίζεται σε περίπου 14 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Παράλληλα, ο τομέας δημιουργεί ή στηρίζει περίπου 150.000 θέσεις εργασίας στη χώρα, τόσο άμεσα – σε πλοία, γραφεία διαχείρισης και λιμάνια – όσο και έμμεσα, μέσω ενός ευρύτερου πλέγματος επαγγελμάτων και υπηρεσιών που σχετίζονται με τη ναυτιλία.
Τα οφέλη δεν περιορίζονται μόνο σε άμεσες εισροές. Κάθε χρόνο, οι Έλληνες πλοιοκτήτες επανεπενδύουν γύρω στο 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια σε άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας. Αυτές οι επενδύσεις ενισχύουν την επιχειρηματικότητα, δημιουργούν νέες ευκαιρίες και λειτουργούν ως γέφυρα ανάμεσα στη ναυτιλία και άλλους δυναμικούς τομείς, όπως η τεχνολογία, η εκπαίδευση και οι υποδομές. Η ναυτιλία αποδεικνύει έτσι ότι δεν είναι ένας απομονωμένος τομέας, αλλά μέρος ενός μεγαλύτερου οικοσυστήματος που μπορεί να συμβάλει ενεργά στην εθνική ανάπτυξη.
Ο ελληνικός στόλος αριθμεί πάνω από 5.000 πλοία, πολλά από τα οποία συμμετέχουν σε στρατηγικής σημασίας μεταφορές, κυρίως ενέργειας. Για παράδειγμα, περισσότερο από το 26% των θαλάσσιων εισαγωγών αργού πετρελαίου της Ευρώπης πραγματοποιείται με ελληνικά δεξαμενόπλοια, ενώ η χώρα κατέχει και το 21% της παγκόσμιας χωρητικότητας σε πλοία LNG. Η αξία του ναυτιλιακού ενεργητικού της Ελλάδας εκτιμάται μεταξύ 140 και 180 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με τα ετήσια έσοδα να φτάνουν τα 40 με 50 δισεκατομμύρια. Πέρα από τη διατήρηση του μεγέθους του στόλου, τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί αύξηση των επενδύσεων σε νεότευκτα πλοία, υψηλής ενεργειακής απόδοσης, γεγονός που αποτυπώνει την τεχνολογική αναβάθμιση και τον προσανατολισμό του κλάδου στη βιωσιμότητα.
Η ελληνική ναυτιλία επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα απέναντι σε παγκόσμιες κρίσεις, όπως η πανδημία και η ενεργειακή αστάθεια λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη ροή των παγκόσμιων εμπορευματικών και ενεργειακών ροών. Ταυτόχρονα, προχωρά στη σταδιακή ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών στη διαχείριση του στόλου, με έμφαση στην παρακολούθηση της απόδοσης των πλοίων σε πραγματικό χρόνο, στη χρήση συστημάτων προβλεπτικής συντήρησης και στην ενίσχυση της κυβερνοασφάλειας. Η μετάβαση σε νέα καύσιμα χαμηλών ή μηδενικών εκπομπών βρίσκεται στο επίκεντρο, με αυξανόμενες επενδύσεις σε πλοία που χρησιμοποιούν LNG, μεθανόλη ή αμμωνία, αν και η υιοθέτηση των τεχνολογιών αυτών απαιτεί σημαντική στήριξη σε επίπεδο πολιτικής και λιμενικών υποδομών.
Σημαντική είναι και η επίδραση του κλάδου στην αγορά εργασίας και στους μισθούς. Οι εργαζόμενοι σε χερσαίες ναυτιλιακές θέσεις λαμβάνουν ετησίως περίπου 55.000 ευρώ κατά μέσο όρο, ενώ οι ναυτικοί φτάνουν τα 65.000 ευρώ, ποσά πολλαπλάσια του ελληνικού μέσου μισθού. Περίπου το 6% της ιδιωτικής απασχόλησης στη χώρα συνδέεται με τον κλάδο, ενώ το 10% των συνολικών ιδιωτικών αποδοχών προέρχεται από ναυτιλιακές δραστηριότητες. Στις εταιρείες διαχείρισης πλοίων εργάζονται περίπου 20.000 άτομα, 17.000 ναυτικοί απασχολούνται σε ελληνόκτητα πλοία και άλλες 9.000 θέσεις εντοπίζονται σε επαγγέλματα που σχετίζονται με τις ναυλώσεις, τη νομική και τεχνική υποστήριξη και άλλες συναφείς υπηρεσίες.
Η προσφορά της ναυτιλίας, ωστόσο, δεν εξαντλείται στην οικονομική της συμβολή. Οι Έλληνες εφοπλιστές στηρίζουν έμπρακτα την κοινωνία μέσα από δράσεις φιλανθρωπίας. Κατά την μελέτη, κάθε χρόνο διατίθενται περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια για κοινωνικές πρωτοβουλίες, κυρίως στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης. Υπολογίζεται ότι 100 έως 120 εκατομμύρια δολάρια κατευθύνονται στην ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και άλλων σχετικών υπηρεσιών, ενώ 50 έως 60 εκατομμύρια στηρίζουν υποτροφίες, σχολικές υποδομές και ακαδημαϊκά ιδρύματα.
Σύμφωνα με τη McKinsey, υπάρχουν σαφείς ευκαιρίες για να αυξηθεί ακόμη περισσότερο η συμβολή της ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία. Εάν υπάρξουν συντονισμένες επενδύσεις στην εκπαίδευση νέων ναυτικών, στη ναυπηγική βιομηχανία και στην ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών, η επιπλέον προστιθέμενη αξία μπορεί να φτάσει τα 3 με 4 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Η Ελλάδα έχει τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε διεθνές κέντρο ναυτιλιακής καινοτομίας, αξιοποιώντας την τεχνογνωσία της και χτίζοντας πάνω στις υφιστάμενες δομές του ναυτιλιακού cluster.
Η ελληνική ναυτιλία παραμένει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τομέα όπου η χώρα καταφέρνει να υπερέχει διεθνώς. Η επιτυχία της βασίζεται σε διαχρονικές αξίες, δηλαδή τη ναυτοσύνη, την ευελιξία, την επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό και την ικανότητα προσαρμογής στις τεχνολογικές και γεωπολιτικές εξελίξεις. Δεν πρόκειται απλώς για έναν ακόμη παραγωγικό κλάδο, αλλά για έναν χώρο που ενώνει την παράδοση με την καινοτομία και μετατρέπει ένα φυσικό πλεονέκτημα – τη θάλασσα – σε πηγή πλούτου, θέσεων εργασίας και διεθνούς επιρροής.