Το μπλακ άουτ στην Ιβηρική Χερσόνησο επιβεβαίωσε τους χειρότερους εφιάλτες των διαχειριστών ηλεκτρικών συστημάτων της Ευρώπης και απέδειξε με οδυνηρό τρόπο ότι ακόμη και στις ανεπτυγμένες κοινωνίες η ενεργειακή ασφάλεια και το να κρατηθούν τα φώτα αναμμένα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, η σημαντική υστέρηση ανάπτυξης των ηλεκτρικών δικτύων έναντι της αθρόας εγκατάστασης ΑΠΕ και κυρίως φωτοβολταϊκών, που παράγουν μαζικά συγκεκριμένες ώρες του 24ώρου, αποτελούν μια εν δυνάμει απειλή για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Μπλακ άουτ σαν αυτό της Δευτέρας μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή σε όλα τα ηλεκτρικά συστήματα της Ευρώπης σε περιόδους χαμηλής ζήτησης και αυτή είναι μια κοινή αγωνία των διαχειριστών τα τελευταία χρόνια.
Η ευστάθεια των εθνικών συστημάτων αποτελεί μια επίπονη καθημερινή προσπάθεια που επιτυγχάνεται με βασικό εργαλείο τις περικοπές πράσινης ενέργειας. Την αγωνία αυτή εξέφρασε παραμονές του Πάσχα ο Ευρωπαίος διαχειριστής ENTSO-E αναθέτοντας σε ειδική ομάδα αντιμετώπισης κρίσεων να συντονίσει τις ημέρες των γιορτών όλους τους εθνικούς διαχειριστές προκειμένου να αποτραπεί ο αυξημένος κίνδυνος να βυθιστούν στο σκοτάδι ολόκληρες γεωγραφικές περιοχές της Ευρώπης.
Το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα αποτελεί μια μικρογραφία της μεγάλης εικόνας των ευρωπαϊκών συστημάτων με ιδιαιτερότητες, όπως οι περιορισμένες διεθνείς διασυνδέσεις, που καθιστούν τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα. Στο ελληνικό σύστημα έχουν εγκατασταθεί πάνω από 16.000 μεγαβάτ ΑΠΕ, όταν η συνολική ζήτηση σε περιόδους μη αιχμής (καλοκαιρινούς και χειμερινούς μήνες ) κινείται γύρω στις 6.000 με 6.500 μεγαβάτ και σε περιόδους αιχμής φτάνει τα 11.000 μεγαβάτ. Το ελληνικό σύστημα βρέθηκε δύο φορές στα πρόθυρα του μπλακ άουτ, λόγω αστάθειας που προκλήθηκε από την πλεονάζουσα παραγωγή, μια φορά τον Αύγουστο του 2023 και μια τον Φεβρουάριο του 2024, όταν ξαφνικά από το σύστημα χάθηκαν περί τα 1.000 MW. Οπως εξηγούν στην «Κ» στελέχη του ΑΔΜΗΕ, η χώρα θα είχε βυθιστεί στο σκοτάδι εάν οι διασυνοριακές γραμμές ήταν υπερφορτωμένες.
Σε αυτή την περίπτωση οι διασυνοριακές διασυνδέσεις αποκόπτονται αυτόματα για να μην προκληθεί ανισορροπία και στα διασυνδεδεμένα συστήματα άλλων χωρών. Ηταν τα πρώτα συμβάντα που ταρακούνησαν τον ΑΔΜΗΕ, ο οποίος από τότε χτύπησε «καμπανάκι» στις αρμόδιες αρχές για τη λήψη μέτρων. Ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου πέρυσι τα νησιά Φολέγανδρος, Ιος και Σίκινος βυθίστηκαν στο σκοτάδι γύρω στις 8.30 το βράδυ και έμειναν χωρίς ρεύμα τουλάχιστον για 8 ώρες. Οι δύο γραμμές διασύνδεσης αυτών των νησιών με την Πάρο κατέρρευσαν λόγω υπερφόρτωσης, καθώς ο συνδυασμός υψηλής τουριστικής κίνησης και καύσωνα ανέβασε τη ζήτηση σε επίπεδα που όταν σχεδιάστηκαν οι γραμμές πριν από πολλές δεκαετίες ήταν αδύνατον να προβλεφθούν.
Και στα φωτοβολταϊκά
Ολο και περισσότερες ημέρες την άνοιξη και το φθινόπωρο του 2024 ο ΑΔΜΗΕ αναγκάστηκε να προχωρήσει σε περικοπές πράσινης ενέργειας για να αποτρέψει τον κίνδυνο μερικού ή γενικού μπλακ άουτ. Προκειμένου οι περικοπές να μπορούν να επεκταθούν και σε φωτοβολταϊκά πάρκα που είναι συνδεδεμένα με το δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ, που ο ίδιος δεν μπορεί να τα θέσει εκτός αυτόματα, θεσπίστηκε η υποχρέωση των ιδιοκτητών φωτοβολταϊκών να κατεβάζουν τον διακόπτη έπειτα από εντολή των διαχειριστών. Τα μέτρα αυτά εφαρμόστηκαν πριν και κατά τη διάρκεια του Πάσχα, αλλά και το προηγούμενο διήμερο και θα εφαρμοστούν μέχρι και την Πρωτομαγιά που η ζήτηση προβλέπεται χαμηλή.
Η απορρόφηση της διακοπτόμενης και διάσπαρτης παραγωγής των ΑΠΕ από τα παλαιά στο μεγαλύτερο μέρος τους δίκτυα της Ευρώπης, σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή και τις κυβερνοεπιθέσεις, είναι οι τρεις μεγάλες προκλήσεις των ηλεκτρικών ευρωπαϊκών συστημάτων. «Κάλεσμα αφύπνισης» χαρακτήρισε η Eurelectric τo μπλακ άουτ στην Ιβηρική χερσόνησο. «Εδειξε ότι η ανάγκη για εκσυγχρονισμό και ενίσχυση του ευρωπαϊκού δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας είναι επείγουσα και αναπόφευκτη», αναφέρει σε χθεσινή ανακοίνωσή της, υπενθυμίζοντας ότι η προσαρμογή του δικτύου στις νέες απαιτήσεις της ενεργειακής μετάβασης απαιτεί σε ετήσια βάση επενδύσεις 67 δισ. ευρώ έως το 2030.