Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα προβλέψεις για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κάπως χαμηλότερες από αυτές της κυβέρνησης. Προβλέπει ρυθμό 2% για φέτος και το 2026, ενώ η κυβέρνηση στο προσχέδιο προϋπολογισμού τοποθετεί τον πήχυ στο 2,2% για φέτος και στο 2,4% για το 2026.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, εκτός από το ΔΝΤ, αρκετοί αναλυτές κινούνται σε πιο συγκρατημένη κατεύθυνση από την κυβέρνηση. Η Εθνική Τράπεζα επιμένει στην πρόβλεψή της για 2% ή λίγο υψηλότερα, το ΚΕΠΕ επιβεβαίωσε την Παρασκευή την πρόβλεψή του για 2,1%, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος, που βλέπει για φέτος ρυθμό 2,2%, όπως η κυβέρνηση, εκτιμά υποχώρηση στο 1,9% το 2026, έναντι της κυβερνητικής πρόβλεψης για 2,4%.
Δύο ημέρες μετά τις προβλέψεις του ΔΝΤ, εξάλλου, ήρθε η ΕΛΣΤΑΤ να αναθεωρήσει προς τα κάτω την εκτίμηση για τον ρυθμό ανάπτυξης του 2024: από το 2,3% στο 2,1%.
Γενικώς, διακρίνεται μια ελαφρά προσγείωση γύρω στην περιοχή του 2%. Το κυριότερο ζήτημα, όμως, δεν είναι η διαφορά των 0,2 ποσοστιαίων μονάδων, αλλά εάν αυτό το 2% ή –έστω– λίγο υψηλότερα πρέπει να θεωρείται ικανοποιητικό προκειμένου να πετύχει η Ελλάδα τον στόχο της σύγκλισης με την Ε.Ε., ιδίως μετά την καταβύθιση του ΑΕΠ κατά την περίοδο της κρίσης. Αν αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης, σε μια περίοδο μάλιστα που λήγει το Ταμείο Ανάκαμψης, με κορύφωση των σχετικών επενδύσεων, υποδηλώνουν μια δυναμική της ελληνικής οικονομίας μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ή όχι. Τι θα γίνει μετά το 2027, όταν –υποχρεωτικά– θα υπάρξει μία ακόμη, μικρότερη ή μεγαλύτερη, προσγείωση;
Η Καθημερινή έθεσε αυτά τα ερωτήματα σε οικονομολόγους, οι οποίοι απαντούν με τα άρθρα τους. Ενα βασικό σημείο που επισημαίνουν είναι ότι το ελληνικό παραγωγικό πρότυπο δεν έχει αλλάξει ακόμη αρκετά ώστε να επιτρέψει τη γρήγορη σύγκλιση της Ελλάδας με τον μέσο όρο της Ε.Ε. και, πολύ περισσότερο, τη συμμετοχή της στους πρωταγωνιστές του μέλλοντος, του επόμενου μεγάλου κύματος ανάπτυξης, το οποίο ο ομότιμος καθηγητής Παναγιώτης Πετράκης τοποθετεί στο 2040.
Στην πραγματικότητα, τα στοιχεία για τη δυνητική ανάπτυξη κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά είναι, με το ΔΝΤ να προβλέπει ρυθμό αύξησης 1,6% το 2030, στο World Economic Outlook της περασμένης εβδομάδας.
Η παραγωγικότητα είναι η λέξη-κλειδί και εδώ η πρόοδος είναι μικρή, αφενός λόγω χαμηλών, ακόμη, επενδύσεων, παρά την αύξηση των τελευταίων ετών, και αφετέρου λόγω της κατεύθυνσης της οικονομίας σε τομείς χαμηλής τεχνολογίας. Ο τουρισμός μπορεί να είναι πολύτιμος για την αύξηση των εισοδημάτων και η εστίαση και το εμπόριο να προσφέρουν θέσεις εργασίας, αλλά δεν είναι υψηλής παραγωγικότητας τομείς.
Ενα χαρακτηριστικό στοιχείο που προέκυψε με βάση τα στοιχεία μετά την αναθεώρηση του ΑΕΠ του 2024 από την ΕΛΣΤΑΤ: Η ιδιωτική κατανάλωση αντιπροσωπεύει πλέον το 71,5% του ΑΕΠ, αυξημένο από το 70% της προηγούμενης εκτίμησης, ενώ στην Ευρωζώνη την ίδια χρονιά ήταν στο 53%. Με άλλα λόγια, είμαστε μια χώρα όπου η κατανάλωση κυριαρχεί στο οικονομικό μοντέλο. Οι επενδύσεις, αν και αναθεωρήθηκαν κι αυτές προς τα πάνω, στο 17% του ΑΕΠ, έναντι προηγούμενης εκτίμησης για 16,1%, παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., που βρίσκεται στο 21,2%.
Αλμα παραγωγικότητας και επενδύσεων
*Του Γιάννη Τσουκαλά
Μπορεί η ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται μακροχρόνια με ρυθμούς άνω του 2%; Από το 2027 κι έπειτα οι προβλέψεις ανάπτυξης για την Ελλάδα συγκλίνουν σε ρυθμούς κάτω από το 2%, γεγονός που δεν αρκεί για να επιτευχθεί ταχεία σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η ανάπτυξη εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες: τη συνολική παραγωγικότητα, την αύξηση του παγίου κεφαλαίου και την αύξηση της απασχόλησης. Μετά τη δεκαετή κρίση ο ρυθμός ανάπτυξης στηρίχθηκε κυρίως στην αύξηση της απασχόλησης. Οι δύο πρώτοι παράγοντες ήταν καθοριστικής σημασίας κατά τη διάρκεια των μεταπολεμικών περιόδων, όπου η Ελλάδα πέτυχε ισχυρή ανάπτυξη άνω του 3% ετησίως, μεταξύ 1960-1973 και 1994-2007. Επομένως, για να επιτευχθεί ισχυρότερη ανάπτυξη απαιτείται ένα άλμα παραγωγικότητας που θα συνοδευτεί από νέο κύμα επενδύσεων, ιδιαίτερα μετά την ολοκλήρωση των προγραμμάτων του ΤΑΑ.
*Ο κ. Γιάννης Τσουκαλάς είναι επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και καθηγητής Οικονομικών στο Adam Smith Business School Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης.
Μεταρρυθμίσεις και κίνητρα για αποταμίευση
*Του Τάσου Αναστασάτου
Η αναπτυξιακή υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας την τελευταία τετραετία είναι ασφαλώς ευπρόσδεκτη εξέλιξη στην προσπάθεια της χώρας να συγκλίνει εκ νέου με τα επίπεδα οικονομικής ευημερίας της Ευρωζώνης, μετά την απώλεια του 25% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Ωστόσο, το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι 15% μικρότερο από τα επίπεδα του 2008 σε πραγματικούς όρους και θα χρειαζόταν μέση ανάπτυξη 1,7% ετησίως επί μια δεκαετία για να ξαναφτάσει σ’ αυτά τα επίπεδα. Σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ είμαστε περίπου στο 70% της Ε.Ε.-27. Επιπλέον, ένα σημαντικό τμήμα της τωρινής ανάπτυξης οφείλεται στη συμβολή των πόρων του ΤΑΑ, οι οποίοι δεν θα υπάρχουν για πάντα. Είναι δύσκολο να υπολογίσει κάποιος πόσο θα ήταν η ανάπτυξη χωρίς αυτούς, μεταξύ άλλων διότι το ΤΑΑ εν μέρει δημιουργεί και εξώθηση ιδιωτικών επενδύσεων. Ωστόσο, μια ένδειξη για το δυναμικό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πολύ μακροχρόνιο διάστημα δίνεται από τις εκτιμήσεις για τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης, τον οποίο οι διεθνείς οργανισμοί τοποθετούν περί το 1,3% ετησίως.
Η ανάπτυξη μιας χώρας εξαρτάται από τρεις παράγοντες: την ποσότητα του χρησιμοποιούμενου ανθρώπινου δυναμικού, του κεφαλαίου και την αποτελεσματικότητα με την οποία αυτοί οι δύο παραγωγικοί συντελεστές συνδυάζονται, δηλαδή την παραγωγικότητα. Η ανάκαμψη της οικονομίας μας μέχρι στιγμής οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αύξηση της απασχόλησης (μείωση ανεργίας), ενώ η παραγωγικότητα μικρή πρόοδο έχει σημειώσει: το προϊόν ανά απασχολούμενο είναι στο 70% του μέσου όρου της Ε.Ε.-27 (με βελτίωση κάτω του 1%), από σχεδόν 100% προ κρίσης, ενώ το προϊόν ανά ώρα εργασίας είναι ακόμη χαμηλότερα, στο 55%, όπερ σημαίνει ότι οι Έλληνες (δηλώνουν ότι) εργάζονται περισσότερες ώρες από τον μέσο Ευρωπαίο, αλλά η εργασία τους αυτή δεν είναι παραγωγική.
Δεύτερον, η παραγωγικότητα δεν αυξάνεται διότι το μείγμα των εξειδικεύσεων της οικονομίας ρέπει προς τομείς χαμηλής και μέσης τεχνολογίας και δεν ενσωματώνει αρκετή γνώση και καινοτομία. Οι δύο αυτοί παράγοντες δίνουν και τα «κλειδιά» τού πώς μπορεί να επιτευχθεί ταχύτερη (και βιώσιμη) ανάπτυξη μετά το ΤΑΑ: περισσότερες επενδύσεις και κυρίως σε τομείς υψηλότερης τεχνολογίας και όχι σε τομείς έντασης ανειδίκευτης εργασίας. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει κίνητρα για την αύξηση της αποταμίευσης για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων και βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος μέσω της συνεπούς και τολμηρής εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε κράτος, δικαιοσύνη και παιδεία.
*Ο δρ Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΕΤ.
Kοινωνική συναίνεση για αλλαγές
*Του Παναγιώτη Ε. Πετράκη
Σκοπός του πολιτικού και οικονομικού συστήματος της ελληνικής κοινωνίας στα μισά σχεδόν του 21ου αιώνα είναι (ή καλύτερα θα έπρεπε να είναι) η μεγέθυνση της οικονομίας (που χρηματοδοτεί τα πάντα), η αριστοποίηση του μεγέθους της εθνικής δύναμης (βλέπε αμυντικής) που εξασφαλίζει εθνική βιωσιμότητα, η ικανοποίηση στη ζωή των πολιτών (υγεία, παιδεία, αισιοδοξία), η συνεκτικότητα της κοινωνίας με μειωμένες κοινωνικές εντάσεις και εμπιστοσύνη στους θεσμούς και τέλος η ανθεκτικότητα, που είναι η δυνατότητα της πολιτείας να μπορεί να αναμένει, να απορροφά και να ενσωματώνει αναπόφευκτους κλυδωνισμούς και απειλές (κλιματική κρίση, επιδημίες κ.λπ.).
Επίσης η κοινωνία εμφανίζει (World Values Survey 2025 vs 2017): α) ορισμένες ανακατατάξεις της εμπιστοσύνης της στο πολιτικό και κοινωνικό θεσμικό πλαίσιο (αρνητικά: δημόσια διοίκηση, οικονομία. Θετικά: Ευρωπαϊκή Ενωση, κυβέρνηση (!), Τύπος, πολιτικά κόμματα (!) κ.λπ.), β) στοιχεία πολιτικής ρευστότητας (να μελετήσουμε την κατεύθυνση).
Αυτό που προφανώς λείπει από την παραπάνω εικόνα είναι η διαπίστωσή μας ότι το ελληνικό παραγωγικό πρότυπο έχει συγκεκριμένα οργανωμένα και αλληλοτροφοδοτούμενα χαρακτηριστικά τα οποία είναι υπεύθυνα: α) για το γεγονός της παραγωγής, σωτήριας αλλά χαμηλής ταχύτητας ανάπτυξης της εξόδου από τα μνημόνια (η αρνητική επίδρασή τους είναι ακόμη έντονη) και β) για την επαπειλούμενη μη συμμετοχή μας στο επόμενο μεγάλο παγκόσμιο κύμα ανάπτυξης που θα έλθει στον κόσμο (καλώς εχόντων των παγκόσμιων πραγμάτων), με κορύφωση περίπου το 2040.
Τα ανασταλτικά χαρακτηριστικά του παραγωγικού συστήματος θα πρέπει να εντοπιστούν με ειλικρίνεια και να υπάρξει πολιτική απόφαση υιοθέτησης μιας αναπτυξιακής επανοργάνωσής τους με κοινωνική συναίνεση για το κοινό μας μέλλον.
*Ο κ. Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι ομότιμος καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο ΕΚΠΑ.