Ο Antonio Rummo είναι απόγονος έκτης γενιάς του ιδρυτή της Pasta Rummo, ο οποίος ξεκίνησε το 1846 να μεταφέρει σιτηρά με τα τρία άλογα της οικογένειάς του από την γύρω περιοχή της Καμπανίας και την Απουλία και να φτιάχνει φρέσκα ζυμαρικά στο Μπενεβέντο της Νότιας Ιταλίας. Το τελευταίο που περίμενε ήταν να του κηρύξει πόλεμο ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τα τελευταία έξι χρόνια, το brand του γνώρισε μια αναπάντεχη επιτυχία στην αμερικανική αγορά. «Ήταν κάτι που μας ξάφνιασε, αλλά είμαστε πολύ υπερήφανοι για αυτό», λέει ο Rummo στον Guardian.
Όμως τώρα, αυτή η επιτυχία τίθεται σε κίνδυνο, καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος κηρύσσει αυτόν που τα ιταλικά media έσπευσαν να ονομάσουν «πόλεμο των μακαρονιών».
Οι παραγωγοί τροφίμων στην Ιταλία πίστεψαν αρχικά ότι είχαν αποφύγει τα χειρότερα, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση πέτυχε τον Αύγουστο εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ, μειώνοντας τον δασμολογικό συντελεστή για τα ευρωπαϊκά προϊόντα που εξάγονται στην αμερικανική αγορά στο 15%. Οι φιλικές σχέσεις της πρωθυπουργού τους, Giorgia Meloni, με τον Trump θα τους προστάτευαν από άλλες αναταραχές, ήλπιζαν.
Εάν οι δασμοί αυτοί –που πρόκειται να τεθούν σε ισχύ από τον Ιανουάριο- εφαρμοστούν, η τιμή του κάθε πακέτου Pasta Rummo που πωλείται στις ΗΠΑ θα διπλασιαστεί, από τα σημερινά επίπεδα των 4 δολαρίων, λέει ο ιδιοκτήτης της εταιρείας.
Οι πρόσθετοι δασμοί είναι το αποτέλεσμα μιας έρευνας του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου για πρακτικές ντάμπινγκ. Πρακτικά, οι ιταλικές εταιρείες ζυμαρικών κατηγορούνται ότι πουλάνε στις ΗΠΑ με τιμές χαμηλότερες από ό,τι στην Ιταλία, για να αποκτήσουν προβάδισμα έναντι των τοπικών ανταγωνιστών τους.
Η έρευνα εστιάζει στις εταιρείες La Molisana και Garofalo, που πραγματοποιούν μεγάλους όγκους πωλήσεων στις ΗΠΑ, όμως άλλα 11 από τα κορυφαία ιταλικά brands ζυμαρικών, μεταξύ των οποίων οι Barilla και Pasta Rummo, βρέθηκαν μπλεγμένα σε αυτό τον πόλεμο.
Η Ιταλία εξήγαγε ζυμαρικά αξίας άνω των 4 δισ. δολαρίων το 2024, με τις ΗΠΑ να είναι μία από τις τρεις μεγαλύτερες αγορές της.
Οι Ιταλοί παραγωγοί ετοιμάζονται να κινηθούν νομικά κατά των δασμών, με τον Giuseppe Ferro, επικεφαλής της La Molisana, να λέει στον ιταλικό τύπο ότι οι κατηγορίες για ντάμπινγκ είναι αβάσιμες. Η εταιρεία, που παράγει ζυμαρικά από το 1912, ελπίζει ότι ο Trump θα αλλάξει γνώμη, γιατί διαφορετικά θα είναι «αδύνατο» για εκείνη να δουλέψει.
Οι δασμοί πιστεύεται ότι αποσκοπούν στο να ενθαρρύνουν τους Ιταλούς παραγωγούς να δημιουργήσουν εργοστάσια στις ΗΠΑ, μια στρατηγική που φαίνεται να έφερε επενδύσεις στη χώρα από άλλους κλάδους, όπως αυτός των φαρμάκων.
Όμως, η La Molisana διέψευσε τις φήμες ότι σκοπεύει να υποχωρήσει, ενώ ο Emidio Mansi, διευθυντής μάρκετινγκ της Garofalo, δήλωσε ότι η εταιρεία δεν είχε καμία πρόθεση να ανοίξει εργοστάσια στις ΗΠΑ. «Βρισκόμαστε στο Gragnano (μια πόλη κοντά στη Νάπολη) από το 1789 και δεν μετακομίζουμε», είπε.
Η κυβέρνηση της Meloni και η Κομισιόν ασκούν πιέσεις μέσω lobbying στην Ουάσινγκτον για να υποχωρήσει. Όμως ο Ettore Prandini, πρόεδρος της Coldiretti, της μεγαλύτερης ένωσης αγροτοβιομηχανίας της Ιταλίας, δήλωσε ότι οι δασμοί θα είναι ένα «θανάσιμο πλήγμα» για τα ιταλικά ζυμαρικά.
Ο Prandini είπε στον Guardian ότι οι δασμοί είναι ιδιαίτερα σκληροί, ειδικά με δεδομένο ότι η αμερικανική αγορά είναι γεμάτη με προϊόντα που μιμούνται τα ονόματα γνωστών ιταλικών brands τροφίμων.
«Η αγορά απομιμήσεων ιταλικών προϊόντων ανέρχεται περίπου σε 120 δισ. ευρώ παγκοσμίως, εκ των οποίων τα 40 δισ. ευρώ παράγονται στις ΗΠΑ», είπε. «Αυτό επηρεάζει ολόκληρη την ιταλική βιομηχανία τροφίμων».