Οι δασμοί Τραμπ, ανεξαρτήτως του αν θα ισχύσουν σε όλα τα προϊόντα ή θα υπάρξουν εξαιρέσεις- όπως προσδοκά και η ελληνική κυβέρνηση- αν μη τι άλλο ανέδειξαν την ανάγκη «στροφής» σε εναλλακτικές αγορές, όπου μέχρι σήμερα το ελληνικό αποτύπωμα παραμένει μάλλον αχνό.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για το τι ακριβώς σημαίνει η αγορά της Κίνας για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Αρκεί να αναφέρουμε ότι μιλάμε για μια οικονομία που «τρέχει» με 4-5% ακόμα και σε περιβάλλον διεθνούς αβεβαιότητας, με 1,4 δισεκατομμύρια εν δυνάμει καταναλωτές, οι οποίοι έχουν αρχίσει να «ψάχνονται» για ποιοτικά είδη διατροφής από το εξωτερικό. Ένα από αυτά τα είδη διατροφής είναι το ελαιόλαδο.
Η αγορά
Σύμφωνα με την ειδική ανάλυση του Γραφείου Οικονομικών κι Εμπορικών Υποθέσεων του ελληνικού προξενείου στη Σαγκάη, το μέγεθος της αγοράς ελαιολάδου στην Ασία-Ειρηνικό ήταν περίπου 9,56 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024 και προβλέπεται να φτάσει τα 11,73 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2029, με CAGR 4,2% (Σύνθετο Ετήσιο Ρυθμό Ανάπτυξης – Compound Annual Growth Rate).
Το 2024, το μέγεθος της αγοράς ελαιολάδου της Κίνας ήταν περίπου 8 δισεκατομμύρια RMB, με το εισαγόμενο ελαιόλαδο να αντιπροσωπεύει περίπου το 91%. Ο λιανικός όγκος της αγοράς ελαιολάδου της Κίνας ήταν 37.700 τόνοι, με ετήσια αύξηση 14,19% και η λιανική αξία της αγοράς ήταν 3,879 δισεκατομμύρια RMB, με ετήσια αύξηση 14,39%. Οι περισσότεροι οργανισμοί αναμένουν ότι το μέγεθος της αγοράς θα ξεπεράσει τα 10 δισεκατομμύρια RMB το 2025, με σύνθετο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης (CAGR) 8%. Αναμένεται ότι μέχρι το 2030, το μέγεθος της αγοράς θα φθάσει τα 15 δισεκατομμύρια RMB.
του ελαιολάδου στην περιποίηση του δέρματος, την περιποίηση των μαλλιών και άλλους τομείς προσελκύει επίσης σταδιακά την προσοχή των καταναλωτών και η διαφοροποιημένη ζήτηση έχει γίνει ένα νέοσημείο ανάπτυξης στην αγορά.
Το ερώτημα που εύλογα ανακύπτει είναι πού βρίσκεται η Ελλάδα και το μοναδικό της ελαιόλαδο, σε αυτήν την αγορά που ολοένα και διευρύνεται. Δυστυχώς, η παρουσία της δεν είναι ανάλογη των δυνατοτήτων της.
Ο «πόλεμος»
Η Ευρώπη κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά ελαιολάδου με μερίδιο αγοράς 67% το 2024, με τις κύριες χώρες παραγωγής να είναι η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα, που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 70% της παγκόσμιας παραγωγής.
Η Ισπανία, με πάνω από 320 εκατομμύρια ελαιόδεντρα, είναι ο νούμερο ένα παραγωγός ελαιολάδου. Ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός με το 10% της παγκόσμιας παραγωγής είναι η Ιταλία. Η Ελλάδα είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός με περισσότερα από 120 εκατομμύρια ελαιόδεντρα, τα οποία παράγουν περίπου 250.000 τόνους ελαιολάδου ετησίως, εκ των οποίων το 82% είναι εξαιρετικά παρθένο. Περίπου το μισό ελληνικό ελαιόλαδο εξάγεται, αλλά μόνο το 5% αυτής της ποσότητας αντικατοπτρίζει την προέλευση του εμφιαλωμένου προϊόντος κι αυτό είναι σημαντικό μειονέκτημα.
Η Ισπανία κυριαρχούσε πάντα στις εξαγωγές ελαιολάδου προς την Κίνα, με μερίδιο 84% του συνόλου. Οι εξαγωγές της Ισπανίας προς την Κίνα έφτασαν τα 9,96 εκατομμύρια κιλά το 2024, σημειώνοντας αύξηση 8,2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Το ιταλικό ελαιόλαδο κατέχει επίσης σημαντικό μερίδιο στην κινεζική αγορά και ο όγκος των εξαγωγών του είναι δεύτερος μετά από εκείνον της Ισπανίας. Η Ιταλία κατέλαβε τη δεύτερη θέση, με τις εξαγωγές προς την Κίνα να φτάνουν τα 1,78 εκατομμύρια κιλά το 2024, αυξημένες κατά 16% σε σχέση
με το προηγούμενο έτος. Το μερίδιο του ελληνικού ελαιολάδου στην κινεζική αγορά είναι σχετικά μικρό, μόλις στο 1%, αλλά το υψηλής ποιότητας ελαιόλαδο του προτιμάται επίσης από ορισμένους καταναλωτές στις πόλεις πρώτης τάξης της Κίνας. Οι εξαγωγές μας έφτασαν πέρσι στα 62.000 κιλά έξτρα παρθένου ελαιολάδου, έναντι 80.000 κιλών το 2023, με αξία 705.000 ευρώ.
Ο όγκος και η αξία του ελαιολάδου που εξάγεται από την Ελλάδα προς την Κίνα παρουσιάζουν φθίνουσα τάση από έτος σε έτος. Μια από τις αιτίες είναι ότι το ελληνικό ελαιόλαδο δεν διαθέτει γνωστά εμπορικά σήματα στην κινεζική αγορά, ενώ συν τοις άλλοις οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν διαθέτουν γενικά δίκτυο διανομής και εμπειρία συνεργασίας στο ηλεκτρονικό εμπόριο για την κινεζική αγορά.
Σύμφωνα με το Γραφείο ΟΕΥ, ο «πόλεμος» δεν είναι χαμένος, αρκεί οι ελληνικές επιχειρήσεις να κάνουν κάποιες αναγκαίες κινήσεις, όπως η συνεργασία με μεγάλα σούπερ μάρκετς για τη δημιουργία τμημάτων ελαιολάδου με σκοπό την αύξηση της αναγνωρισιμότητας και της έκθεσης της μάρκας, η χρησιμοποίηση πλατφορμών ηλεκτρονικού εμπορίου όπως το T-mall και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για διαδικτυακό μάρκετινγκ, η εισαγωγή προϊόντων ελαιολάδου στην κινεζική αγορά μέσω συνεργασίας με εισαγωγείς στην Κίνα, η συμμετοχή σε διεθνείς εκθέσεις κ.λ.π.