Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα των έξι εμβληματικών μελετών που εκπόνησε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), αναλύοντας τον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής σε βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας. Οι μελέτες αυτές προσφέρουν όχι μόνο μια ανάλυση των επιπτώσεων, αλλά και ένα σύνολο προτάσεων πολιτικής που στοχεύουν στη μακροχρόνια ανθεκτικότητα και βιωσιμότητα της ελληνικής παραγωγικής βάσης.
Τα ελληνικά νοικοκυριά αναδεικνύονται ως ιδιαίτερα ευάλωτα στην οικονομική πίεση που προκαλεί η κλιματική κρίση. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, μια μείωση εισοδήματος κατά 5% συνεπάγεται απώλεια 7,9 δισ. ευρώ ή 3,5% του ΑΕΠ, με 161.000 θέσεις εργασίας να κινδυνεύουν. Σε πιο δυσμενές σενάριο, με μείωση κατανάλωσης 10%, η οικονομική επίπτωση διπλασιάζεται στα 16 δισ. ευρώ και 327.000 θέσεις. Το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος (+1,4%), η επιβάρυνση από την ανάγκη για ψύξη/θέρμανση, και η εκτόξευση των ασφαλίστρων σε υγεία και συντάξεις, πλήττουν ιδίως τα φτωχότερα στρώματα.
Το 40% των δαπανών των ευάλωτων νοικοκυριών κατευθύνεται σε στέγαση και ενέργεια, ενώ πάνω από το 50% δηλώνει πως δεν μπορεί να θερμάνει ή να ψύξει το σπίτι του επαρκώς. Οι κοινωνικές επιπτώσεις δεν είναι απλώς στατιστικές, αλλά απτές, καθημερινές δυσκολίες που επιβάλλουν την ανάγκη για στοχευμένες πολιτικές κοινωνικής προστασίας και ενεργειακής στήριξης.
Η ελληνική γεωργία, καλύπτοντας το 39,1% της εδαφικής χρήσης, είναι από τους τομείς με τη μεγαλύτερη έκθεση στην κλιματική αστάθεια. Το 2023, η κακοκαιρία Daniel κατέστρεψε 1,3 εκατ. στρέμματα και 416.000 ζώα, προκαλώντας απώλειες 719 εκατ. ευρώ στο ΑΕΠ. Το ποσό αυτό μπορεί να φτάσει τα 1,4 δισ. ευρώ σε τριετία, ενώ πάνω από 30.000 θέσεις επηρεάστηκαν. Παράλληλα, η χρήση νερού και λιπασμάτων παραμένει υψηλή, ενώ η χώρα υστερεί στην ανακύκλωση αγροτικών αποβλήτων.
Ωστόσο, η εφαρμογή βιώσιμων πρακτικών, όπως η δέσμευση άνθρακα από ελιές, αμπέλια και οπωροφόρα, μπορεί να αποφέρει εισόδημα 156,8 εκατ. ευρώ ετησίως. Το ΙΟΒΕ τονίζει ότι η γεωργία μπορεί να μετατραπεί από ευάλωτος τομέας σε πυλώνα βιώσιμης ανάπτυξης, εφόσον υπάρξει σωστή καθοδήγηση, επένδυση και τεχνολογική υποστήριξη. Ειδική σημασία δίνεται στην προώθηση της αγροδασοπονίας, της κυκλικής διαχείρισης αποβλήτων και της δημιουργίας συστημάτων πιστοποίησης για τις περιβαλλοντικές υπηρεσίες που προσφέρουν οι καλλιέργειες.
Ο τουριστικός τομέας συνεισέφερε το 2023 περίπου 12 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ και 695.000 θέσεις πλήρους απασχόλησης. Όμως η κλιματική κρίση απειλεί σοβαρά αυτή την επιτυχία. Η πτώση του TCI (δείκτης ελκυστικότητας) τους θερινούς μήνες κατά 10 μονάδες προβλέπεται να οδηγήσει σε απώλεια 1,2 δισ. ευρώ σε έσοδα και 13,3 εκατ. διανυκτερεύσεις έως το 2030. Στο αρνητικό σενάριο Α, η συνολική απώλεια για την οικονομία φτάνει τα 2,2 δισ. ευρώ και 38.100 θέσεις εργασίας.
Αντιθέτως, το σενάριο Β προβλέπει επέκταση της τουριστικής περιόδου, ενίσχυση του ΑΕΠ κατά 228 εκατ. ευρώ και 6.600 νέες θέσεις. Η ανάγκη για αναδιάρθρωση του μοντέλου είναι επιτακτική, με στροφή σε ήπιες μορφές τουρισμού, ψηφιακά εργαλεία και πράσινες υποδομές. Η μελέτη εστιάζει και στη σημαντική περιβαλλοντική πίεση που ασκείται από την υπερσυγκέντρωση τουριστικών δραστηριοτήτων σε ευαίσθητες περιοχές και τη μεγάλη εξάρτηση από μετακινήσεις υψηλών εκπομπών. Η εφαρμογή εργαλείων φέρουσας ικανότητας και βιώσιμης διαχείρισης των προορισμών κρίνεται απαραίτητη.
Η ελληνική βιομηχανία συνεισφέρει το 15% του ΑΕΠ (30,2 δισ. ευρώ) και απασχολεί 479.000 άτομα. Ωστόσο, βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Με μόλις το 16% των επιχειρήσεων να υιοθετεί προηγμένες τεχνολογίες (έναντι 36% στην Ε.Ε.), και με υψηλό κόστος ενέργειας, η παραγωγική βάση παραμένει ευάλωτη. Η πράσινη μετάβαση, ωστόσο, κρύβει σημαντικό δυναμικό, καθώς έως και 4,6 δισ. ευρώ και 66.800 νέες θέσεις εργασίας μπορούν να δημιουργηθούν, ιδίως σε περιοχές Δίκαιης Μετάβασης.
Το ΙΟΒΕ προτείνει τέσσερις στρατηγικούς άξονες, δηλαδή ενεργειακή αποδοτικότητα, καθαρές πηγές, κυκλική οικονομία και τεχνολογική αναβάθμιση. Ταυτόχρονα, τονίζει την ανάγκη για σταθερό φορολογικό και θεσμικό πλαίσιο, επαρκή χρηματοδοτικά εργαλεία και μακροπρόθεσμη βιομηχανική στρατηγική. Η βιομηχανία καλείται να κινηθεί από την επιβίωση στην καινοτομία, και από την προσαρμογή στην ηγεσία, σε ένα τοπίο συνεχών περιβαλλοντικών και τεχνολογικών αλλαγών.
Η Ελλάδα καλείται όχι μόνο να περιορίσει τις επιπτώσεις, αλλά και να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που προσφέρει η μετάβαση. Κεντρική είναι η ανάγκη για θεσμικό πλαίσιο, λειτουργική ασφάλιση έναντι φυσικών κινδύνων και επενδυτική ώθηση. Ο σχεδιασμός πρέπει να είναι συνολικός, συνεκτικός και προσανατολισμένος στο μέλλον, συνδυάζοντας οικονομική βιωσιμότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και περιβαλλοντική προστασία.