Τελείωσε η εποχή της εθελοντικής υιοθέτησης των κριτηρίων ESG, όχι μόνο λόγω του νέου κανονιστικού πλαισίου για τη δανειοδότηση των επιχειρήσεων, αλλά και λόγω των συνθηκών που επιτάσσουν βιώσιμες πρακτικές για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους. Αυτό δηλώνει στο MR ο κ. Νίκος Αυλώνας, ιδρυτής και πρόεδρος του Κέντρου Αειφορίας (CSE), αναδεικνύοντας τη βιώσιμη ανάπτυξη ως σημαντικό στρατηγικό εργαλείο για τις επιχειρήσεις.
Βάσει του νέου κανονιστικού πλαισίου, εξηγεί ο κ. Αυλώνας, οποιαδήποτε επιχείρηση θέλει να πάρει δανειοδότηση σήμερα, οφείλει να πληροί ESG κριτήρια. Επίσης, οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις πρέπει να υποβάλλουν ειδική έκθεση βιώσιμης ανάπτυξης σε ετήσια βάση, σύμφωνα με πολύ συγκεκριμένα και εξαιρετικά απαιτητικά κριτήρια. «Σε αυτό το πλαίσιο, η έννοια του εθελοντισμού δεν υπάρχει στη βιώσιμη ανάπτυξη», τονίζει, αναφερόμενος και στα ευρήματα της ετήσιας έκθεσης του CSE για την πορεία 162 εταιρειών που εκδίδουν έκθεση βιώσιμης ανάπτυξης.
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι στην Ελλάδα έχει καλλιεργηθεί μία μόνιμη κουλτούρα βιωσιμότητας. Ο κ. Αυλώνας, παρακολουθώντας εκ των έσω εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια τις εξελίξεις στον συγκεκριμένο τομέα, εκτιμά ότι πάντοτε θα υπάρχει ένα ποσοστό επιχειρήσεων που πιστεύει ότι η βιώσιμη ανάπτυξη βοηθάει στην ανταγωνιστικότητά τους «κι αυτή είναι και σωστή προσέγγιση». Βέβαια, λέει θα υπάρχει πάντοτε και ένα άλλο ποσοστό, που θα παρακολουθεί το ζήτημα μόνο προκειμένου να συμμορφώνεται στον νόμο. Τέλος, τονίζει, ένα μερίδιο επιχειρήσεων, το μεγαλύτερο από όλα, θα πιστεύει ότι αυτό το κομμάτι δεν τις αφορά, μέχρι που θα βρεθούν σε κρίση.
Η απειλή
Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί επικεφαλής μικρομεσαίων επιχειρήσεων θεωρούν ότι οι βιώσιμες επενδύσεις είναι πολυτέλεια και όχι αναγκαιότητα. Σε αυτούς, ο κ. Αυλώνας λέει ότι έχουν δύο επιλογές: «Η μία είναι να περιμένουν να τους ζητηθούν κάποια πράγματα και εκείνη τη στιγμή να πρέπει να είναι έτοιμοι να τα αποκριθούν, αλλιώς μπορεί να έχουν τεράστιο και πολύ σοβαρό πρόβλημα. Η άλλη επιλογή να δράσουν λίγο προληπτικά, να κάνουν κάποια πράγματα που βλέπουν αυτή τη στιγμή ότι θα τους ζητούνται σε λίγα χρόνια από τώρα και να προετοιμάσουν την επιχείρησή τους». Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι συμπληρωματική σε ένα επιχειρηματικό μοντέλο υποχρεωτικό, που μπαίνει σε κάθε επιχείρηση σήμερα, ανεξαρτήτως μεγέθους, τονίζει.
Για παράδειγμα αν μία εταιρεία με υπηρεσίες B2B λάβει ξαφνικά ένα ερωτηματολόγιο 120 ερωτήσεων, στο οποίο θα πρέπει να συμμορφωθεί αλλιώς μετά δεν θα μπορεί να παρέχει προϊόντα στον πελάτη της, αυτό έχει να κάνει καθαρά με την οικονομική της βιωσιμότητα. Επίσης, για να μπει κανείς σε έναν διαγωνισμό RFP (αίτηση υποβολής προσφοράς), θα πρέπει να εκπληρώνει συγκεκριμένα κριτήρια ESG. Αυτά και πολλά ακόμα παραδείγματα καθιστούν ήδη την υιοθέτηση των πράσινων κριτηρίων de facto υποχρεωτική.
Σε ό,τι αφορά το κομμάτι της πράσινης χρηματοδότησης, ο κ. Αυλώνας τονίζει ότι η ελληνική αγορά έχει αρχίσει να ωριμάζει, κυρίως όμως σε επίπεδο μεγάλων επιχειρήσεων. «Σε επίπεδο μεσαίων επιχειρήσεων και κάτω, εκεί τα πράγματα είναι αρκετά δύσκολα», τονίζει, επισημαίνοντας όμως ότι υπάρχει κατανόηση της σημασίας και του ρίσκου στη βιωσιμότητά τους.
Τελικά, φαίνεται να είναι θέμα νοοτροπίας. «Ξέρετε ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και το λέω με την καλή έννοια, ανταποκρίνονται όταν δέχονται μια απευθείας πρόκληση. Δεν ανταποκρίνονται όταν βλέπουν τα πράγματα να έρχονται, αλλά τη στιγμή που πράγματι έρχονται», τονίζει ο κ. Αυλώνας.