Οι μεν Αμερικανοί επιλέγουν ως προτεραιότητα το να βγάζουν πολλά χρήματα. Οι δε Ευρωπαίοι, ιεραρχούν ως πιο σημαντική την ποιότητα ζωής! Ποια προσέγγιση τελικά έχει μεγαλύτερη αξία; Αν και ως Ευρωπαίοι έχουμε απάντηση δεδομένη, παρ όλα αυτά θα κρατήσουμε αποστάσεις μιας και τελικά είναι θέμα ισορροπίας και αυτή αποτελεί μια πολύ προσωπική υπόθεση.
Οι ιστορικοί Μάικλ Χούμπερμαν και Κρις Μινς υπολόγισαν ότι το 1870 ο μέσος εργαζόμενος στις βιομηχανικές χώρες δούλευε για περισσότερο από 3.000 ώρες ετησίως, ενώ σήμερα οι Ευρωπαίοι έχουν μειώσει αυτόν τον αριθμό ακριβώς στο μισό. Η πανδημία ενίσχυσε αυτή την τάση, με έρευνα του ΔΝΤ να επισημαίνει ότι «οι μειώσεις στις πραγματικές ώρες εργασίας αντιστοιχούν στις μειώσεις των επιθυμητών ωρών εργασίας».
Οι Αμερικανοί απ την άλλη, επιθυμούν την απόλυτη επαγγελματική κορύφωση. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ από το 2022, οι Αμερικανοί εργάζονται κατά μέσο όρο 1.811 ώρες το χρόνο, δηλαδή περίπου μία ώρα παραπάνω κάθε μέρα σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους. Στη Γερμανία, οι εργαζόμενοι δουλεύουν μόλις 1.341 ώρες ετησίως, ενώ σε χώρες όπως η Νορβηγία και η Δανία ο αριθμός πλησιάζει τις 1.500 ώρες. Κι όμως! Σε μια παλαιότερη παγκόσμια δημοσκόπηση της Gallup, μόνο το 30% των Αμερικανών εργαζομένων δήλωναν αφοσιωμένοι στην εργασία τους, έναντι του 50%, που θα προτιμούσαν να μην δουλεύουν καθόλου ή να είχαν διαφορετική δουλειά. Άρα, οι καημένοι οι Αμερικανοί δεν εργάζονται περισσότερο επειδή το θέλουν, όπως πιστεύουμε οι Ευρωπαίοι, σαν τον Νικολάι Τάνγκεν τον διευθυντή του Νορβηγικού Πετρελαϊκού Ταμείου που είχε δηλώσει στους Financial Times πως «οι Αμερικανοί απλώς δουλεύουν πιο σκληρά. Εμείς οι Ευρωπαίοι δεν είμαστε τόσο φιλόδοξοι». Αναγκάζονται να δουλέψουν περισσότερο λόγω του υψηλού κόστους ζωής, της πανάκριβης υγειονομικής περίθαλψης και της κουλτούρας τους, που επιβραβεύει τον ατέρμονα αγώνα για πλούτο.
Η σύγκριση μεταξύ της ποιότητας ζωής στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες αναδεικνύει τις ΗΠΑ να διατηρούν το σαφές οικονομικό τους πλεονέκτημα με μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ περίπου 76,000 δολάρια για το 2023, πιο ψηλά από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εκτός από το Λουξεμβούργο, που σημείωνε 130,000 δολάρια, την Ιρλανδία με 100,000 δολάρια και την Ελβετία με 93,000 δολάρια. Ωστόσο αυτή η οικονομική υπεροχή δεν ανταποκρίνεται πάντα σε ανάλογα υψηλότερα βιοτικά πρότυπα, καθώς η μέση διάρκεια ζωής στις ΗΠΑ σταματά στα 77.5 χρόνια, σημαντικά χαμηλότερα από ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ισπανία με 83.5 χρόνια, η Ιταλία με 83.4 χρόνια και η Γαλλία με 82.5 χρόνια, ενώ ακόμη και οι πλουσιότεροι Αμερικανοί έχουν παρόμοια μακροζωία με τους μέσους Ευρωπαίους, γεγονός που υποδηλώνει πιθανές ελλείψεις στην υγειονομική περίθαλψη και στον τρόπο ζωής.
Η οικονομική βιωσιμότητα παρουσιάζει έντονη αντίθεση, με το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ να φτάνει το 123% του ΑΕΠ έναντι μόλις 40-45% σε χώρες όπως η Νορβηγία και η Ελβετία, αποκαλύπτοντας μια πιο συντηρητική δημοσιονομική προσέγγιση στην Ευρώπη. Ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος εμφανίζει επίσης σημαντικές διαφορές, με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ανά κάτοικο στις ΗΠΑ να φθάνουν τους 13.3 τόνους ετησίως, σχεδόν τριπλάσιες από αυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν ξεπερνούν τους 5.4 τόνους, ενώ η Ισπανία και η Ιταλία καταγράφουν ακόμα χαμηλότερα ποσοστά με 4.9 και 5.1 τόνους αντίστοιχα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν αδιαμφισβήτητο προβάδισμα στον τομέα της καινοτομίας με εταιρείες όπως η Google, η Tesla και το Facebook να αποτελούν παγκόσμια σύμβολα τεχνολογικής πρωτοπορίας, χωρίς να έχουν ευρωπαϊκά ανάλογα. Ίσως, όπως σημείωσε ο οικονομολόγος Τζόζεφ Στιγκλιτς, «η παγκοσμιοποίηση απαιτεί πολλαπλά μοντέλα ανάπτυξης, αλλά κανένα δεν είναι καθολικό». Η Ευρώπη αντισταθμίζει, όμως, με ισχυρότερη κοινωνική προστασία, συμπεριλαμβανομένων πληρωμένων αδειών 4-6 εβδομάδων ετησίως και δωρεάν εκπαίδευσης, δημιουργώντας έτσι ένα ιδιαίτερο παράδοξο όπου η οικονομική και τεχνολογική ηγεσία δεν συνεπάγεται απαραίτητα υψηλότερη ποιότητα ζωής για τον μέσο πολίτη.
Οι διαφορές στις δυο ηπείρους, μοιάζει να γεφυρώνονται από τους millennials που μεγάλωσαν με την άνοδο του ίντερνετ και τη Gen Z, που γεννήθηκε σε έναν ψηφιακό κόσμο. Τόσο στην Αμερική, όσο και στην Ευρώπη, οι νέοι φαίνεται να έχουν μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση στη ζωή και την εργασία σε σύγκριση με τους προηγούμενους. Δεν τους ενδιαφέρει πλέον μόνο το χρηματικό κέρδος ή η καριέρα στην κλασική έννοια. Αντί να κυνηγούν τις προαγωγές και τις υψηλότερες απολαβές, οι περισσότεροι από αυτούς δίνουν προτεραιότητα στον ελεύθερο χρόνο, στην ψυχική τους υγεία και στην ισορροπία μεταξύ δουλειάς και προσωπικής ζωής. Οι νέοι άνθρωποι σήμερα ζουν σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες, κρίση στέγης, κλιματική αλλαγή, οικονομική κρίση, γεωπολιτικές αναταραχές, έχοντας από νωρίς επιλέξει το τι πραγματικά έχει αξία για αυτούς. Γιατί να αφιερώσουν όλη τους τη ζωή στη δουλειά, όταν το μέλλον φαίνεται τόσο απρόβλεπτο; Γιατί να θυσιάσουν τις σχέσεις, τα ταξίδια, τα χόμπι και τη δημιουργική τους ικανοποίηση μπροστά σε μια καριέρα που μπορεί να μην τους γεμίζει;
Η ποιήτρια Μέρι Όλιβερ έγραψε κάποτε: «Τι σχέδιο είναι αυτό που δεν περιλαμβάνει την ευχαρίστηση;». Έλα μου, ντε!