Μία από τις κεντρικές υποσχέσεις της οικονομικής ατζέντας Τραμπ ήταν εξαρχής να μειώσει τον πληθωρισμό και τα επιτόκια στις ΗΠΑ. Ωστόσο, η εμπορική πολιτική του Αμερικανού προέδρου φαίνεται πως υπονομεύει τον διακηρυγμένο στόχο του, όπως σαφώς καταδεικνύουν οι καταγεγραμμένες συνέπειες των δασμών κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του.
Το 2020 τέσσερις οικονομολόγοι –Πάμπλο Φάγελμπαουμ, Πηνελόπη Γκόλντμπεργκ, Πάτρικ Κένεντι, Αμιτ Κχάντεβαλ– είχαν εξετάσει τον αντίκτυπο των δασμών που επιβλήθηκαν το 2018 και το 2019 σε πλυντήρια ρούχων, ηλιακούς συλλέκτες, αλουμίνιο, χάλυβα και αγαθά από την Κίνα και την Ε.E. Διαπίστωσαν ότι η συνολική οικονομική απώλεια για τους αγοραστές εισαγομένων προϊόντων στις ΗΠΑ ανήλθε σε 114 δισ. δολάρια, με τη μέση αύξηση στις τιμές των εισαγωγών που αφορούσαν τους τομείς όπου στόχευσαν οι δασμοί να ανέρχεται σε 21,9%. Στον αντίποδα, το όφελος για τους εγχώριους παραγωγούς των ΗΠΑ ήταν 24,3 δισ. δολάρια. Επιπλέον, τα κρατικά έσοδα από τους δασμούς ανήλθαν σε 65 δισ. δολάρια. Στο τέλος της ημέρας η συγκεντρωτική ετήσια απώλεια συνολικά για την αμερικανική οικονομία ήταν 24,8 δισ. δολάρια.
Στο μεταξύ, τα στοιχεία που ανέδειξε η μελέτη –ανηρτημένη στην Oxford Academic, την πλατφόρμα ακαδημαϊκής έρευνας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης– αποκάλυψαν ότι τόσο οι εισαγωγές όσο και οι εξαγωγές στους τομείς όπου εφαρμόστηκαν οι δασμοί παρέμεναν κάτω από τα επίπεδα που ίσχυαν πριν από τον εμπορικό πόλεμο, γεγονός που καταδεικνύει τον αντίκτυπο της φορολογικής επιβάρυνσης στον όγκο της οικονομικής δραστηριότητας. Μάλιστα, οι οικονομολόγοι ανέφεραν: «Συνεχίζουμε να μην παρατηρούμε ενδείξεις μειώσεων στις τιμές εισαγωγής πριν από τους δασμούς, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι καταναλωτές των ΗΠΑ έχουν επιβαρυνθεί πλήρως με τους δασμούς των ΗΠΑ».
Άλλη έρευνα –από τους οικονομολόγους Μαίρη Αμίτι, Στίβεν Ρέντινγκ και Ντέιβιντ Γουάινσταϊν για το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον– διαπίστωσε την πλήρη σχεδόν μετακύλιση του δασμού στις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές στις ΗΠΑ. Μεταξύ άλλων η μελέτη διέκρινε ότι σε προϊόντα όπως ο χάλυβας η αρχική 100% μετακύλιση του κόστους μειώθηκε στο 50% έναν χρόνο μετά την εφαρμογή του δασμού. Κι αυτό διότι ξένοι εξαγωγείς, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία, μείωσαν κάπως τις τιμές του προϊόντος. Ωστόσο, οι αμερικανικές επιχειρήσεις και οι Αμερικανοί καταναλωτές εξακολουθούσαν και πάλι να πληρώνουν υψηλότερες τιμές από ό,τι χωρίς τους δασμούς.
Παράλληλα, report της Αμερικανικής Οικονομικής Ενωσης –από τους Ααρον Φλάαεν, Αλί Χορτασού, Φίλιξ Τίντελνοτ– βρήκε ότι οι τιμές των πλυντηρίων ρούχων αυξήθηκαν κατά περίπου 86 δολάρια ανά μονάδα τους μήνες που ακολούθησαν τους δασμούς. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι αυξήθηκαν επίσης οι τιμές των στεγνωτηρίων κατά 92 δολάρια ανά μονάδα, παρότι το προϊόν δεν είχε ενταχθεί στους δασμούς.
Το ζήτημα είναι ότι οι δασμοί που έχει ανακοινώσει ο Ντόναλντ Τραμπ στη δεύτερη θητεία του αφορούν εξαιρετικά υψηλότερους συντελεστές και εξαιρετικά ευρύτερες κατηγορίες αγαθών σε σύγκριση με την πρώτη θητεία του, γεγονός το οποίο θα πρέπει να προϊδεάζει για τις επιπτώσεις στην αμερικανική οικονομία, εφόσον ο Λευκός Οίκος επιμείνει στον εμπορικό πόλεμο – ιδίως με αυτά τα χαρακτηριστικά.
Βέβαια, ο ακριβής τρόπος με τον οποίο θα επηρεαστεί το συνολικό επίπεδο των τιμών θα εξαρτηθεί και από το πώς θα αντιδράσει(;) η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ. «Η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας που θα προκύψει από ένα αρκετά υψηλό επίπεδο δασμών θα συνεπάγεται επίσης σημαντική αύξηση της ανεργίας. Αυτό θα ήταν αντίθετο με την εντολή της κεντρικής τράπεζας για πλήρη απασχόληση και η Fed θα έπρεπε να αλλάξει τη νομισματική πολιτική της», σχολιάζει ο Senior Economist του Tax Foundation, Αλεξ Ντουράντε, υπογραμμίζοντας: «Σε κάθε σενάριο οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι στις Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν σε χειρότερη θέση από ό,τι αν δεν είχε επιβληθεί ο δασμός».