Οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις καλούνται να διαχειριστούν ένα νέο, δυσμενές περιβάλλον, έπειτα από την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να επιβάλουν δασμούς 20% σε όλα τα εισαγόμενα ευρωπαϊκά τρόφιμα. Η εξέλιξη αυτή, που επηρεάζει άμεσα εμβληματικά προϊόντα της ελληνικής αγροδιατροφής, όπως η φέτα, το ελαιόλαδο, η επιτραπέζια ελιά και το κρασί, δημιουργεί πιέσεις, αλλά και την ανάγκη για άμεσο αναπροσανατολισμό των εξαγωγικών στρατηγικών.
Δασμοί-σοκ στις ΗΠΑ: Πλήγμα για τη φέτα, τις ελιές και το κρασί
Η φέτα, με σημαντική δυναμική στην αγορά των ΗΠΑ – όπου καταλήγει περίπου το 8% της συνολικής παραγωγής – κινδυνεύει να χάσει έδαφος. Οι ελληνικές εξαγωγές του προϊόντος είχαν τριπλασιαστεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ωστόσο η αύξηση της τελικής τιμής λόγω των δασμών απειλεί την ανταγωνιστικότητά της.
Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και για τις επιτραπέζιες ελιές. Παρά την απουσία ισχυρού εγχώριου ανταγωνιστή στις ΗΠΑ, το μέτρο εφαρμόστηκε καθολικά. Οι εξαγωγείς βρίσκονται μπροστά στο δίλημμα: να απορροφήσουν μέρος του κόστους ή να στραφούν σε νέες αγορές, καθώς η ευαισθησία της ζήτησης σε αυξήσεις τιμών θεωρείται υψηλή.
Το ελληνικό κρασί, με εξαγωγές προς τις ΗΠΑ που αντιστοιχούν περίπου στο 20% των συνολικών πωλήσεων, υφίσταται επίσης σημαντικό πλήγμα. Οι οινοπαραγωγοί επενδύουν τώρα σε διπλωματικές ενέργειες για την εξαίρεση του κλάδου από το μέτρο, αλλά ταυτόχρονα επανεξετάζουν τις διεθνείς τους προσεγγίσεις.
Ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για το ελαιόλαδο με όπλο την ομογένεια
Το τυποποιημένο ελληνικό ελαιόλαδο φαίνεται να αντιμετωπίζει λιγότερες πιέσεις. Η πτώση της τιμής παραγωγού τού επιτρέπει να διατηρήσει σταθερά επίπεδα τιμών, απορροφώντας μερικώς την επιβάρυνση των δασμών. Παράλληλα, η ελληνική ομογένεια, ως βασικός καταναλωτής, διατηρεί σταθερή προτίμηση στο προϊόν, προσφέροντας ένα σχετικό πλεονέκτημα έναντι ανταγωνιστών.
Ωστόσο, ο ανταγωνισμός από τρίτες χώρες – όπως η Τουρκία – που δεν υπόκεινται στους ίδιους δασμολογικούς περιορισμούς, εντείνει την ανάγκη για ενίσχυση του brand identity και της προστιθέμενης αξίας των ελληνικών προϊόντων.
Με τις ΗΠΑ να καθίστανται λιγότερο προσβάσιμη αγορά, οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις στρέφονται σε άλλες περιοχές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικό εξαγωγικό προορισμό, με χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία να έχουν ισχυρή ζήτηση για ποιοτικά τρόφιμα.
Το Ηνωμένο Βασίλειο – παρ’ όλο το Brexit – διατηρεί το ενδιαφέρον του για ελληνικά προϊόντα, ιδίως φέτα και ελαιόλαδο. Παράλληλα, ο Καναδάς, μέσω της συμφωνίας CETA, προσφέρει ευνοϊκές συνθήκες εισαγωγής. Η στήριξη της ελληνικής ομογένειας εκεί αποτελεί επιπλέον θετικό παράγοντα.
Οι χώρες της Μέσης Ανατολής (ΗΑΕ, Σαουδική Αραβία, Κατάρ) εντείνουν τη ζήτηση για ποιοτικά εισαγόμενα τρόφιμα, ενώ στην Ασία (Κίνα, Ιαπωνία, Νότια Κορέα), η μεσογειακή διατροφή κερδίζει έδαφος, ιδίως στα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα.
Η γεωγραφική διαφοροποίηση ως απάντηση στην κρίση
Η τρέχουσα συγκυρία υποχρεώνει τις ελληνικές επιχειρήσεις να αναπροσαρμόσουν τις εξαγωγικές τους πολιτικές. Η γεωγραφική διαφοροποίηση των αγορών στόχου, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η αξιοποίηση των διεθνών εμπορικών συμφωνιών της Ε.Ε. αναδεικνύονται σε κρίσιμους πυλώνες.
Παρά τις προκλήσεις, η αλλαγή του εξωτερικού περιβάλλοντος λειτουργεί και ως μοχλός αναβάθμισης. Η προσήλωση στην ποιότητα, η στρατηγική τοποθέτηση των ελληνικών προϊόντων και η επένδυση στο branding μπορούν να μετατρέψουν μια κρίση σε αφορμή για εξωστρεφή ανάπτυξη.